Το ελληνικό μέλι είναι πλουσιότερο σε αρωματικές ουσίες, σε θρεπτικά συστατικά και είναι πολύ πιο πυκνό (λιγότερη υγρασία) από εισαγόμενα μέλια χωρών με πυκνή και συνεχή βλάστηση. Αυτά δηλώνει σήμερα στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ο καθηγητής Ανδρέας Θρασυβούλου, Εργαστήριο Μελισσοκομίας-Σηροτροφίας, Σχολή Γεωπονίας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μιλώντας για την ποιότητα του ελληνικού μελιού. Λόγω του ξηροθερμικού κλίματος η απόδοση των φυτών σε νέκταρ στην Ελλάδα είναι μικρή με αποτέλεσμα οι μέλισσες δύσκολα συλλέγουν το νέκταρ, διευκρινίζει στη συνέχεια ο κ. Θρασυβούλου, για να προσθέσει:

« Όσο πιο δύσκολα και αργά οι μέλισσες συλλέγουν το νέκταρ τόσο περισσότερο το συμπυκνώνουν, το επεξεργάζονται και το εμπλουτίζουν με αρωματικές ουσίες, ένζυμα και άλλα συστατικά».

Στη συνέχεια ο κ. Θρασυβούλου επισημαίνει πως η ανθρώπινη παρέμβαση είναι αυτή που επηρεάζει την άριστη ποιότητα του μελιού, για να εξηγήσει:

«Τέτοια παρέμβαση είναι η αύξηση της υγρασίας και παράλληλα η παστερίωση του προϊόντος για να μην ξινίσει, η ανάμιξη διαφόρων κατηγοριών μελιού για να επιτευχθεί επιθυμητό χρώμα, η αφαίρεση της γύρης για να προσδώσει διαύγεια και να καθυστερήσει την κρυστάλλωση κ.ά. Η ανθρώπινη αυτή παρέμβαση είναι ανύπαρκτη στα ελληνικά μέλια, τα οποία προσφέρονται ανεπεξέργαστα, πυκνά και με όλα τα θρεπτικά του συστατικά, όπως τα παράγει η μέλισσα απευθείας από την κυψέλη. Αυτή η απουσία επεξεργασίας του ελληνικού μελιού το κάνει να ξεχωρίζει από το εισαγόμενο».

Όσον αφορά την κατανάλωση, ο έλληνας καταναλώνει το περισσότερο μέλι από όλους τους ευρωπαίους καταναλωτές (1,6 Kg/άτομο/έτος).

Οι γεύσεις των αμιγών μελιών όπως είναι το πευκόμελο, ελάτης, θυμαρίσιο, σουσούρας (ερείκης), καστανιάς, πορτοκαλιάς κ.ά του είναι πια οικίες γι’αυτό και τα προτιμά, προσθέτει ο κ. Θρασυβούλου.

Το ελληνικό μέλι τονίζει επίσης ο κ. Θρασυβούλου, είναι ένα καλά μελετημένο προϊόν με ταυτοποιημένα και νομοθετημένα χαρακτηριστικά που μπορούν να ελεγχθούν. Η νομοθέτηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των αμιγών μελιών δεν υπάρχει σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες (κενό νομοθεσίας).

Τέλος οι έλληνες μελισσοκόμοι και τυποποιητές χαρακτηρίζονται ως οι πλέον ενημερωμένοι αγρότες, είναι ιδιαίτερα σχολαστικοί στην ποιότητα του προϊόντος που διαθέτουν και εφαρμόζουν κανόνες ορθής μελισσοκομικής πρακτικής.

Στο ερώτημα γιατί θα πρέπει να καταναλώνουμε μέλι επισημαίνει πως το μέλι είναι βιολογικό προϊόν, που παρασκευάζουν οι μέλισσες από τους χυμούς των φυτών μέσω του νέκταρος των ανθέων ή των μελιτοεκκρίσεων. Είναι μια φυσική τροφή που δεν δέχεται καμιά επεξεργασία και αποτελείται από πολλά χρήσιμα συστατικά που στο σύνολό τους ξεπερνούν τα 180. Τα απλά και σύνθετα ζάχαρα του μελιού, τα μεταλλικά στοιχεία, τα λιπαρά και οργανικά οξέα, τα αμινοξέα, οι αρωματικές ουσίες, τα αντιβιοτικά, οι βιταμίνες, τα ένζυμα και τα άλλα συστατικά που συνυπάρχουν στο μέλι και η οργανική τους διασύνδεση του προσδίδουν μοναδικές ιδιότητες.

Ο ανθρώπινος οργανισμός, τονίζει στη συνέχεια ο κ. Θρασυβούλου, παρομοιάζεται με μηχανή που ενέργειά της είναι η ζάχαρη. Το μέλι είναι εκλεκτή καύσιμη ύλη της ανθρώπινης μηχανής και κατώτερη η βιομηχανική ζάχαρη.

Το μόνο κοινό γνώρισμα της ζάχαρης και του μελιού είναι η προέλευσή τους, που και για τα δύο είναι κατά βάση ο φυτικός χυμός. Το μέλι ωστόσο παραμένει ένα αγνό, φυσικό, ανεπεξέργαστο προϊόν ενώ η ζάχαρη ένα προϊόν βιομηχανικής και χημικής επεξεργασίας. Η ραφιναρισμένη ζάχαρη αποτελείται αποκλειστικά από σουκρόζη και είναι αποτέλεσμα χημικής επεξεργασίας , ενώ αυτή περιέχεται στο μέλι συνήθως σε πολύ μικρές αναλογίες που δεν ξεπερνούν το 3% .

Η συχνή κατανάλωση ζάχαρης, δεν παραλείπει ο καθηγητής, οδηγεί σε διαβήτη, έλκη του στομάχου, σε πυώδη αμυγδαλίτιδα, στη συντόμευση της νεότητας και γενικά στην κατάρρευση της υγείας. Η συχνή χρησιμοποίηση μελιού δίνει δύναμη και ευεξία στον οργανισμό. Βοηθά την λειτουργία των ενδοκρινών αδένων του οργανισμού και τον ελαττωματικό μεταβολισμό, ρυθμίζει τη λειτουργία του εντέρου και βοηθά στο να αντιμετωπιστεί η δυσκοιλιότητα. Είναι δυναμωτικό και καταπραϋντικό.

Είναι εύκολο να πειστεί ο άνθρωπος ότι η ζάχαρη είναι κατώτερη από το μέλι, αλλά αρκετά δύσκολο να απομακρυνθεί από την προτίμησή του στη ζάχαρη. Η προτίμηση αυτή είναι περισσότερο συνήθεια παρά συνειδητή επιλογή και μόνο η εισαγωγή μελιού στη καθημερινή διατροφή και η από αυτή ωφέλεια μπορεί να πείσει στην αναγκαία και επιβαλλόμενη από την υγεία αυτή αλλαγή.