Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκανε μερικά δεκτή την προσφυγή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρου Ρακιντζή, ο οποίος ζητούσε να ακυρωθεί η απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου του Υπουργείου Εξωτερικών, με την οποία απαλλάχθηκε η γενική πρόξενος μας στη Γενεύη την περίοδο 2001-2005, από σειρά παρατυπιών, αναφορικά με τη Φιλιππινέζα οικιακή βοηθό.

Ο κ. Ρακιντζής ζητούσε από το ΣτΕ να τής επιβληθεί η οριστική απόλυση, αλλά οι σύμβουλοι Επικρατείας τής επέβαλαν την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης 6 μηνών, με πλήρη στέρηση των αποδοχών της.

Ειδικότερα, το 2001 η πρέσβης έλαβε εντολή να πάει στο Γενικό Προξενείο μας στη Γενεύη. Πριν φύγει από την Ελλάδα συμφώνησε με τη Φιλιππινέζα οικιακή βοηθό που είχε στο σπίτι της, να τη συνοδεύσει στη Γενεύη, με μηνιαίο μισθό 800 ελβετικών φράγκων, δωρεάν τροφή και διαμονή στην προξενική κατοικία.

Όταν εγκαταστάθηκαν στη Γενεύη τον Μαΐου του 2001, η πρέσβης ζήτησε, μέσω της πρεσβείας μας, από τις ελβετικές αρχές, άδεια εισόδου και χορήγηση κάρτας διαμονής για την οικιακή βοηθό. Όμως, οι ελβετικές αρχές απέρριψαν το αίτημα, καθώς η τοπική νομοθεσία δεν επιτρέπει τη χορήγηση άδειας διαμονής σε οικιακές βοηθούς-μέλη διπλωματικών αποστολών εφόσον είναι παντρεμένες, ενώ παράλληλα αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημα χορήγησης άδειας παραμονής για τον επιπρόσθετο λόγο ότι «ήδη στην προξενική κατοικία προσέφερε υπηρεσίες ως ιδιωτική οικιακή βοηθός» και άλλη, δεύτερη.

Αργότερα η πρέσβης υπέβαλε νέο αίτημα προς τις ελβετικές αρχές για θεώρηση εισόδου με τον χαρακτήρα του επειγόντος, καθώς -όπως επικαλέστηκε- θα έφθανε στη Γενεύη ο γιος της Φιλιππινέζας οικιακής βοηθού.

Στη συνέχεια η πρέσβης ζήτησε «με ρηματική διακοίνωση της πρεσβείας» την έκδοση ταυτότητας της Φιλιππινέζας, ως οικιακής βοηθού της.

Όλες αυτές οι ιδιωτικές, όπως χαρακτηρίζονται από το ΣτΕ, ενέργειες που έκανε υπηρεσιακά η πρέσβης, τελούσαν εν αγνοία της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών.

Τον Δεκέμβριο του 2005 η Φιλιππινέζα εγκατέλειψε την προξενική κατοικία και ζήτησε να τής καταβληθούν διαφορές αποδοχών κ.λπ., ενώ παράλληλα κατέθεσε μήνυση για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών σε βάρος της πρέσβεως, αλλά προσέφυγε και στο Εργατοδικείο της Γενεύης για παραβιάσεις της ελβετικής εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας.

Όταν οι ελβετικές αρχές κοινοποίησαν την αγωγή της Φιλιππινέζας, τότε το Υπουργείο Εξωτερικών πληροφορήθηκε το γεγονός και διετάχθη Ένορκη Διοικητική Εξέταση.

Τον Αύγουστο του 2007 το Εργατοδικείο της Γενεύης με αμετάκλητη απόφασή του υποχρέωσε το ελληνικό δημόσιο και την πρέσβη να καταβάλλουν στη Φιλιππινέζα το ποσό των 181.845 ελβετικών φράγκων συν τους νόμιμους τόκους (5%) για διαφορές αποδοχών, υπερωρίες και απασχόληση κατά τις αργίες (Κυριακές, εορτές, κ.λπ.).

Η πρέσβης παραπέμφθηκε στο πειθαρχικό συμβούλιο του Υπουργείου Εξωτερικών με την κατηγορία ότι οι πράξεις της και οι παραλείψεις της συνιστούν τα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος, της αμέλειας περί την εκτέλεση των καθηκόντων της και της ασυμβίβαστης «με την αξιοπρεπή εκπροσώπηση της χώρας συμπεριφορά».

Το πειθαρχικό συμβούλιο την απήλλαξε από κάθε πειθαρχική κατηγορία.

Στη συνέχεια ο κ. Ρακιντζής ζήτησε από το ΣτΕ να ακυρωθεί η απαλλακτική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου και να επιβληθεί η ποινή της οριστικής απόλυσης.

Το ΣτΕ έκρινε ότι η πρέσβης υπέπεσε στα πειθαρχικά παραπτώματα και παραλείψεις που της αποδίδονται, αλλά αναφέρει ότι με τα εν αγνοία του Υπουργείου Εξωτερικών διαβήματά της προέβη σε ενέργειες για «την πρόσληψη ιδιωτικής οικιακής βοηθού».

Ακόμη αναφέρεται στη δικαστική απόφαση ότι οι ενέργειες της πρέσβεως είχαν ως αποτέλεσμα το ελληνικό δημόσιο να βρεθεί «εκτεθειμένο έναντι του αλλοδαπού κράτους κατηγορούμενο για παραβίαση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας».