“Το DNA γεννιέται, αλλά δεν πεθαίνει” λέει ο ταξίαρχος Χρήστος Παπαζαφείρης. Και εδώ το ξέρουν πολύ καλά και το αξιοποιούν για να διαλευκάνουν κάποια από τα πλέον συνταρακτικά εγκλήματα. Τι είναι εδώ; Το CSI Αθήνα ή αλλιώς… Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας.

Ο κ. Παπαζαφείρης είναι ο διοικητής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής. Και δηλώνει βέβαιος ότι το τέλειο έγκλημα είναι κάτι που δεν υπάρχει. “Πάντα, σε κάθε εγκληματική πράξη, υπάρχει το λάθος. Απλώς αυτό εναπόκειται στους αρμόδιους αξιωματικούς, οι οποίοι χειρίζονται την υπόθεση και διερευνούν τον τόπο του εγκλήματος, ώστε να συλλέξουν όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στο χώρο και τα οποία θα μας οδηγήσουν στο αποτέλεσμα το οποίο επιθυμούμε και είναι η εξιχνίαση του εγκλήματος. Άρα, αν είναι έμπειρος ο αξιωματικός, δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα”.

Το DNA θεωρείται ίσως το πιο σύγχρονο εργαλείο των διωκτικών αρχών. “Η ανάλυση DNA έχει θεωρηθεί από πολλούς ως το μεγαλύτερο επίτευγμα στο χώρο της εξιχνίασης του εγκλήματος. Αποτελεί ένα από τα πλέον σύγχρονα εργαλεία των διωκτικών αρχών”, υπογραμμίζει ο διοικητής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής. “Κάθε άτομο διαθέτει ένα και μοναδικό αποτύπωμα DNA. Σε αντίθεση με τα δακτυλικά αποτυπώματα, τα οποία μπορούν να αλλοιωθούν με χειρουργικές επεμβάσεις, το DNA παραμένει αναλλοίωτο. Αρχίζει με την έναρξη της ζωής και συνεχίζει πέρα από αυτή σε κάθε άνθρωπο. Δηλαδή, γεννιέται, αλλά δεν πεθαίνει. Οι γενετικές πληροφορίες, που συνάγονται από οποιοδήποτε βιολογικό δείγμα, είναι σε θέση να οδηγήσουν σχεδόν απόλυτα στην εξακρίβωση της ταυτότητας. Συμπερασματικά, το αποτύπωμα έγινε πολύ γρήγορα η κύρια μέθοδος ταυτοποίησης για τους ανθρώπους. ΤΟ αποτύπωμα DNA είναι ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία κατά τη διερεύνηση των εγκλημάτων, ενώ συμβάλλει τα μέγιστα στους σκοπούς της ανάκρισης. Στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας σε σχέση με το συγκεκριμένο έγκλημα και τη σχέση αυτού με τον συγκεκριμένο άνθρωπο που κατηγορείται. Αποτελεί σημαντικό αποδεικτικό μέσο για την καταδίκη και σύμφωνα με τη νομολογία, η μέθοδος αυτή σε κατάλληλη περίπτωση, μπορεί και είναι δυνατή από μόνη της να είναι αρκετή για να θεμελιώσει καταδίκη ή αυτό επιτυγχάνεται σε συνδυασμό με τα στοιχεία της προανάκρισης”.

Ο διευθυντής της Δ.Ε.Ε, Δημήτρης Παπαναγιώτου, εξηγεί τη δομή της υπηρεσίας: “Η υπηρεσία μας αποτελείται από δέκα τμήματα, τα οποία όλα συμβάλλουν αποφασιστικά στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Τα τμήματα αυτά είναι τα εξής: Των Εσωτερικών Λειτουργιών, Δακτυλοσκοπίας, Εξερευνήσεων, Εργαστηρίων, Δικαστικής Γραφολογίας και Πλαστότητας, Χημικών και Φυσικών Εξετάσεων, Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, του DNA, Οπτικοακουστικού Υλικού και Στατιστικής και Αρχείων”.

Η επιλογή των αστυνομικών που στελεχώνουν την υπηρεσία γίνεται από όλες τις βαθμίδες, γενικών και ειδικών καθηκόντων. “Των ειδικών καθηκόντων επιλέγονται κατόπιν εγκυκλίου που εκδίδει το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ, με τα προσόντα που πρέπει να διαθέτουν για να προσληφθούν. Τα προσόντα που πρέπει να έχουν είναι πτυχίο ΑΕΙ, ΤΕΙ, διδακτορικό, ξένες γλώσσες και ο,τιδήποτε άλλο σχετικά με τη μόρφωσή τους. Οσον αφορά στους αστυνομικούς γενικών καθηκόντων, όταν θα επιλεγούν, από μια ομάδα δικών μας διευθυντών και τμηματαρχών, θα εξεταστούν και πάλι πέρα της αστυνομικής εμπειρίας τους, τα πτυχία τους και τη γνώση αγγλικών. Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών είναι μεταξύ των κορυφαίων στην Ευρώπη. Είναι αναγνωρισμένη, έχει πιστοποιηθεί με ISO και οποιαδήποτε απόφασή της ισχύει και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πουθενά. Εχει από τα πληρέστερα μηχανήματα και εργαστήρια. Ο,τι υπάρχει στην Ευρώπη, στην Αμερική και οπουδήποτε αλλού, υπάρχει και σε μας. Οι συνάδελφοι που υπηρετούν εδώ είναι από τους καλύτερα καταρτισμένους. Πηγαίνουν στην Ευρώπη ή έρχονται άλλοι από το εξωτερικό σε μας για επιμόρφωση”.

“Το 1994 ξεκίνησαν οι αναλύσεις DNA στην Ελλάδα”

Όπως αφηγείται η επικεφαλής της Υποδιεύθυνσης Βιολογικών – Βιοχημικών Εξετάσεων και Αναλύσεων DNA, υποστράτηγο Δρ.Πηνελόπη Μηνιάτη, όταν ξεκίνησαν οι συγκεκριμένες αναλύσεις στην Ελλάδα, πριν από 20 χρόνια περίπου, μόλις τέσσερα άτομα ασχολούνταν με αυτό. “Το 2002 πρότεινα να γίνουμε τμήμα. Το 2012 αναπτυχθήκαμε περισσότερο. Γίναμε υποδιεύθυνση με τέσσερα τμήματα. Εχουμε το τμήμα ανάλυσης βιολογικών υλικών, το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση των πειστηρίων από όλη τη χώρα. Είμαστε ένα εθνικό εργαστήριο. Το δεύτερο τμήμα μας είναι το τμήμα της βάσης μας. Είναι νεοσύστατο, το 2012 και έχει ήδη πάρα πολλές επιτυχίες. Παράλληλα, υπάρχει και το τμήμα επιστημονικής υποστήριξης. Γιατί πάνω απ΄ όλα είμαστε επιστήμονες και συνεχίζουμε την εκπαίδευσή μας. Αποκτήσαμε πριν από δύο χρόνια τη διαπίστευσή μας, κατά ISO 17025 και συνεχίζουμε να είμαστε διαπιστευμένοι. Και τέλος υπάρχει και το τμήμα της γραμματείας μας”.

Όσο για το πώς αξιοποιείται το γενετικό υλικό για την εξιχνίαση εγκλημάτων: “Το πιο σημαντικό είναι ότι ένας δράστης μπορεί να αφήσει πολλά βιολογικά υλικά πίσω. Επειδή η δύναμη της εξέτασης DNA είναι μεγάλη, δύσκολα ο δράστης μπορεί να προφυλαχθεί. Είναι πολλά τα βιολογικά υλικά που μπορεί να αφήσει και είναι δύσκολο να προστατευθεί. Επομένως, από αυτά τα πολλά βιολογικά υλικά που μπορούμε να βρούμε, έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε δύο πράγματα. Πρώτον, να δώσουμε πληροφορίες, προσδιορίζοντας ένα γενετικό τύπο, στην ασφάλεια κατά την προανάκριση. Και πάνω σε αυτές τις πληροφορίες να βρεθεί ένα όνομα από τη βάση. Από εκεί και πέρα κάνουν ενέργειες για να διαπιστώσουν αν αυτό το όνομα είναι ο δράστης ή όχι. Και το δεύτερο που κάνουμε είναι μνα τεκμηριώνουμε την υπόθεση που πιθανώς να έχει η προανάκριση ή η ανάκριση”.

Καθημερινά φτάνουν στα εργαστήρια της ΔΕΕ περίπου 100 δείγματα DNA. “Αυτή τη στιγμή, η δυνατότητα του εργαστηρίου είναι 100 δείγματα την ημέρα. Δεν είναι, βέβαια, εφικτό κάθε μέρα, επειδή εξαρτάται και από την πολυπλοκότητα των δειγμάτων. Φτιάχνουμε ένα καινούργιο εργαστήριο, που θα είναι σε πλήρη λειτουργία τους επόμενους μήνες, όπου σε αυτό το εργαστήριο θα έχουμε τη δυνατότητα εξέτασης 200 δειγμάτων την ημέρα”.

Η μικρή Άννυ και οι υποθέσεις που συγκλόνισαν ακόμη και την αστυνομία

“Οι υποθέσεις που συνήθως και διαχρονικά μας συγκλονίζουν είναι αυτές που έχουν να κάνουν με ομάδες. Η πρώτη ομάδα είναι οι υποθέσεις που αφορούν ηλικιωμένα άτομα. Ολοι συνδεόμαστε με τους γονείς μας, με τους οικείους μας, που είναι ευπαθείς ομάδες, αβοήθητοι. Αντιμετωπίζουν συνήθως το οργανωμένο έγκλημα. Και πολλές φορές είτε έχουμε πολύ κακό τέλος, δηλαδή πεθαίνουν, είτε έχουν να κάνουν με κακοποίηση. Είναι πολλές φορές που έχουμε βοηθήσει με τα πειστήρια, που έχουν έρθει στο εργαστήριο, δίνοντας ταχύτατα αποτελέσματα, για να μπορούν να βοηθούνται τα κατά τόπους τμήματα ασφαλείας. Ενα άλλο κομμάτι που μας σοκάρει είναι η κακοποίηση, ο βιασμός μικρών παιδιών και οι αιμομιξίες. Εμείς καλούμαστε, βάσει επιστημονικών στοιχείων, να δούμε ποιος ήταν ο πατέρας. Και φυσικά το έγκλημα της μικρής Αννυ. Αυτό πρωτίστως για μας ήταν και επιστημονικά ενδιαφέρον, επειδή μιλούσαμε για την εξαφάνιση ενός μικρού παιδιού. Η επιστημονική δουλειά που κάναμε ήταν εξαιρετική, για να μπορέσουμε αυτά τα στοιχεία τα οποία είχε η ασφάλεια, να τα τεκμηριώσουμε επιστημονικά. Δηλαδή, από χώρους πολύ δύσκολους, που είχαν καθαριστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι πληροφορίες λένε, μάλιστα, ότι ο πατέρας καθάριζε αυτό το χώρο για τρεις ημέρες. Το ειδικό κλιμάκιο που έχουμε, πηγαίνοντας είδε έναν πεντακάθαρο χώρο. Για να μπορέσουμε να φτάσουμε να δούμε “αόρατες” κηλίδες, να εξάγουμε γενετικούς τύπους, να δούμε ότι πρόκειται για αίμα του παιδιού ή ο,τιδήποτε άλλο, ήμασταν σε συνεχή επικοινωνία με την ασφάλεια, για να μπορέσουμε να τεκμηριώσουμε αυτά που βλέπαμε”.

Με πληροφορίες και ρεπορτάζ από το Αθηναϊκό Πρακτορείο