Σιδερένια κιγκλιδώματα στις πόρτες και στα παράθυρα, αγκαθωτά συρματοπλέγματα στις ταράτσες και τους κήπους, σπίτια που όταν τα αντικρίζεις θυμίζουν φυλακή. Αυτή είναι η εικόνα, που αποτυπώνει την ανησυχία των κατοίκων στα χωριά της ελληνοαλβανικής μεθορίου, στο Πωγώνι των Ιωαννίνων.

Εκτεθειμένοι απέναντι σε παραβατικές συμπεριφορές, οι ακρίτες αντιμετωπίζουν με ρεαλισμό, αλλά και τρόμο, τη δύσκολη καθημερινότητά τους και θωρακίζουν τα σπίτια τους. Απόμαχοι της ζωής, ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, αν και δυσκολεύονται οικονομικά, για να προστατέψουν την οικογένεια και την περιουσία τους, ξοδεύουν από το υστέρημα τους, προκειμένου να οχυρωθούν πίσω από ένα κάγκελο. Είναι ένα έξοδο που επιβαρύνει, κατά μέσο όρο, με 1000 ευρώ το κάθε σπίτι, αλλά και πάλι όπως λένε «τα σίδερα αν και μασίφ δεν παρέχουν ασφάλεια, γιατί οι εκπαιδευμένοι κακοποιοί τα λυγίζουν».

«Η νύχτα δεν μας βρίσκει στο καφενείο. Όλοι κλείνονται στα σπίτια από νωρίς» τονίζει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο Βασίλης Μάτσιας, κάτοικος του χωριού Κτίσματα και πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου.

Τα χωριά του Πωγωνίου, απλώνονται σε μία περιοχή που βρίσκεται στη μεθόριο με την Αλβανία και τα αμέτρητα περιστατικά διαρρήξεων σε σπίτια και εκκλησίες, ληστειών σε βάρος ηλικιωμένων, λεηλασιών σε περιουσίες, κάνει τη ζωή των κατοίκων στα σύνορα ένα θρίλερ, καθώς τους κυριεύει ο φόβος.

«Ζούμε σε δύσκολες συνθήκες. ‘Αλλο να το ακούς και διαφορετικά να το βιώνεις. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, κοιτάμε δεξιά και αριστερά στο δρόμο. Τρώμε με κλειδωμένη την πόρτα της κουζίνας. Κοιμόμαστε και με κλειδωμένη την πόρτα στο υπνοδωμάτιο. Το συναίσθημα του φόβου δεν περιγράφεται».

Στο χωριό Μαυρόπουλο, που είναι αμφιθεατρικά κτισμένο πάνω από το ποτάμι της Κακκαβιάς, φτάσαμε μεσημέρι. Στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε άνθρωπος, ακόμη και το καφενείο ήταν κλειστό, ενώ στο βάθος φάνηκε μια καμινάδα να καπνίζει. Ξαφνικά μέσα από ένα χωράφι κοντά στον δρόμο εμφανίζεται ένα 60χρονος άνδρας, που με καχυποψία και επιτακτικά ζήτησε να μάθει τι κάνουμε στον τόπο του. Η συζήτηση μαζί του δικαιολογεί τη συμπεριφορά του. «Ξέφραγο αμπέλι και σταυροδρόμι παρανομίας» χαρακτηρίζει το χωριό του.

Παιδικές φωνές στα χωριά των συνόρων δεν ακούγονται στις γειτονιές. Οι οικογένειες με τα παιδιά ζουν στα Γιάννενα και το ερώτημα που πλανάται είναι τι θα απογίνει ο τόπος, όταν «φύγουν» και οι ηλικιωμένοι ακρίτες.

«Τα χωριά ερημώνουν. Το κάθε χωριό γίνεται άσυλο του κάθε παραβατικού Αλβανού» λέει ο κ. Μάτσιας, ο οποίος ζει σε μία γειτονιά που έχει 17 κλειστά σπίτια στα Κτίσματα. Ζητάμε προστασία, συνεχίζει, ενώ παραθέτει τις προσπάθειες που έχει κάνει προς τους αρμοδίους η δημοτική Αρχή Πωγωνίου τα τελευταία χρόνια. «Θα μας περάσουν για γραφικούς στο τέλος. Όμως είναι θέμα ασφάλειας» τονίζει και προσθέτει πως είναι αναγκαία η επαναλειτουργία των στρατιωτικών φυλακίων στην περιοχή, αλλά και η ενίσχυση της δύναμης των συνοριοφυλάκων, η οποία έχει μειωθεί κατά 70% στην περιοχή.

«Αυτό που βιώνουμε είναι εθνική ντροπή. Να βρει το ελληνικό κράτος τρόπους, να πάρει μέτρα που να αποτρέπουν τη δράση των Αλβανών κακοποιών. Δεν είμαστε εθνικιστές, τη ζωή μας θέλουμε να προστατεύσουμε» επισημαίνει και μας αφηγείται πως μία 95χρονη γιαγιά με ψυχραιμία αντιμετώπισε κακοποιό, που εισέβαλε σπίτι της, πριν λίγες ημέρες. «Ήταν 3.30 τα ξημερώματα, όταν η γιαγιά αντιλήφθηκε πως στο σπίτι της είχε μπει από ένα παράθυρο κάποιος άγνωστος. Όμως δεν έχασε την ψυχραιμία της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και με γρήγορες και αθόρυβες κινήσεις βγήκε από το σπίτι, αφού κλείδωσε τον διαρρήκτη μέσα, και ζήτησε βοήθεια από τη γειτονιά».