Περισσότερα από 25 χρόνια αφιέρωσε στις ανασκαφές και την έρευνα ο αρχαιολόγος Κώστας Σισμανίδης για να φέρει στο φως τεκμήρια, να τα συναρτήσει με τις αρχαίες πηγές, για να καταλήξει στο συμπέρασμα το οποίο είχε εικάσει ήδη από το 1996.

Ο κ. Σισμανίδης ήταν όσο εργαζόταν στην 16ηΕφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, από τους πιο ακριβοθώρητους αρχαιολόγους στη Βόρεια Ελλάδα, από αυτούς που δεν μιλούσαν ποτέ αν αυτό που είχαν να πουν δεν έφερε την σφραγίδα της απόδειξης.

Η αφιέρωση της ζωής του στα Στάγειρα ανταμείβεται πλέον με τον τρόπο που ανταμείβονται οι αρχαιολόγοι που δεν σπεκούλαραν ποτέ, δεν κραύγασαν ποτέ, και απέφυγαν τις μεγαλοστομίες, ενώ δεν κρύφτηκαν κιόλας όταν η ιστορία τους κάλεσε όπως συνέβη με το πρόσφατο και κοντινό παράδειγμα της εξόρυξης χρυσού στη Χαλκιδική.

Στη 1 το μεσημέρι στο κτίριο της παλιάς φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ ο κ. Σισμανίδης θα παρουσιάσει τα ντοκουμέντα της πολυετούς έρευνάς του για τον τάφο-ηρώο στον οποίο εναποτέθηκε η τέφρα του Αριστοτέλη, αυτού που τα συμπεράσματά του είναι μέχρι σήμερα σημείο τομής της φιλοσοφικής σκέψης, μόνιμη πρόκληση σε όλους τους επιγόνους που ακόμη κι αν διαφωνούν επικαλούνται τα επιχειρήματα του, του ανθρώπου που εξέτασε κάθε νοητικό πεδίο της εποχής του γράφοντας περίπου τετρακόσιες πραγματείες, για την πολιτική, την ηθική, την λογοτεχνία και την επιστήμη, αυτού που δικαίως χαρακτηρίστηκε από τον Πλάτωνα «ο πρώτος αναγνώστης βιβλίων» στην  ανθρώπινη ιστορία.

Το «Κόκκινο Θεσσαλονίκης» δημοσιεύει μεγάλο μέρος των στοιχείων και συμπερασμάτων και τις σχετικές φωτογραφίες και αναπαραστάσεις που αναμένεται να προκαλέσουν παγκόσμιο ενδιαφέρον για ένα αρχαιολογικό εύρημα που δεν θα είναι πνιγμένο στη λάσπη καμιάς «εθνικής» ανάγκης και καμιάς προπαγάνδας.

Εξάλλου το σύνολο της πολυετούς ενασχόλησης του κ. Σισμανίδη θα περιμένει, λίγο ελπίζουμε, καθώς είναι έτοιμοι για δημοσίευση τρεις (3) τόμοι με όλο το ανασκαφικό υλικό από την περιοχή.

Σύμφωνα με τον κ. Σισμανίδη στην πλαγιά του βορειότερου άκρου των Σταγείρων, κοντά στη Στοά της Αρχαίας Αγοράς αποκαλύφθηκε πολύπλοκο σύμπλεγμα διαφορετικών μεταξύ τους κτισμάτων που χρονολογούνται από την αρχαϊκή μέχρι και τη βυζαντινή περίοδο ως και τα νεώτερα χρόνια.

Δυόμιση μέτρα δυτικά της πύλης του αρχαϊκού τείχους, αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος τετράγωνος πύργος των βυζαντινών χρόνων τον οποίο περιβάλλει ένα  εντυπωσιακό αψιδωτό οικοδόμημα, που δίνει αρχικά την εντύπωση πυργοειδούς κατασκευής της αρχαϊκής οχύρωσης. Ωστόσο όπως παρατηρεί κ. Σισμανίδης «προσεκτικότερη παρατήρηση και πολλά κινητά ευρήματα απ΄ αυτό, πείθουν ότι χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους». Οι τοίχοι του κτίσματος αυτού σώζονται σε μέγιστο ύψος 1,80, και έχουν το μικρό σχετικά πάχος των 1,10 μ., «το οποίο είναι βεβαίως απαγορευτικό, για να ερμηνευτεί αυτό ως πύργος της αρχαϊκής οχύρωσης» ενώ «σημαντικό χαρακτηριστικό του είναι ότι χτίστηκε με πολύ καλό οικοδομικό υλικό, το οποίο είναι προφανές ότι βρίσκεται εδώ σε δεύτερη χρήση και προέρχεται από παλαιότερα δημόσια κτίσματα. Έτσι, ενώ οι τοίχοι του είναι χτισμένοι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, ακανόνιστα, χρησιμοποιούν όμως σε μεγάλο βαθμό εξαιρετικής ποιότητας και επεξεργασίας γωνιόλιθους μαρμάρου, ασβεστολίθους και γρανίτη, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται και ιδιαίτερη σπουδή στην κατασκευή τους, αφού η ποιότητα δεν είναι όμοια ούτε ως προς το υλικό που χρησιμοποιήθηκε κατά τόπους, ούτε ως προς τον τρόπο δόμησης». Σειρά δομικών χαρακτηριστικών του κτιρίου και άλλες ανασκαφικές ενδείξεις «οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι η ανέγερση του οικοδομήματος έγινε, για κάποιον λόγο, ιδιαίτερα εσπευσμένα».

Ο αρχαιολόγος θα αναφερθεί αναλυτικά στις ανασκαφές που έφτασαν μέχρι τον βράχο και έδωσαν πολλά ευρήματα ενώ εντόπισε και την θύρα εισόδου. Για είκοσι χρόνια τουλάχιστον ο κ. Σισμανίδης ενέσκηψε στα προβλήματα χρονολόγησης των ευρημάτων και φυσικά των ερμηνειών τους καθώς δεν ήταν αρκετό το γεγονός ότι το κτίριο αναγόταν στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια, στην περίοδο δηλαδή αμέσως μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου.

Τα κινητά ευρήματα «πολυπληθής και καλής ποιότητας αβαφής και μελαμβφής κεραμική, η οποία αντιπροσωπεύεται από όστρακα διαφόρων αγγείων, κυρίως σκύφων, πινακίων, κυλίκων και κανθάρων. Και πάνω από πενήντα νομίσματα αρκετά Αλέξανδρου Γ΄, ορισμένα κοπές της Αμφίπολης και της Θεσσαλονίκης, ενώ τα υπόλοιπα είναι των Επιγόνων, όπως του Αντιγόνου Γονατά, Δημητρίου Πολιορκητή κλπ» και κεραμική παραγωγής του βασιλικού κεραμοποιείου επέτειναν από την μία τις χαρές και από την άλλη τις αμφιβολίες. Τα ευρήματα δεν απαντούσαν στο ερώτημα «τι ήταν αυτό το πεταλόσχημο οικοδόμημα; Γιατί κατασκευάστηκε;». Τέλος, γιατί στο κέντρο αυτού του περίεργου κτιρίου υπήρχε -όπως αποδείχθηκε- βωμός;

Το «αρμολόγημα» των ευρημάτων έκαναν τελικά οι αρχαίες πηγές. Η εξαντλητική έρευνα οδήγησε σε αρκετές πηγές και ενδεικτικά αναφέρουμε την αραβική βιογραφία του Αριστοτέλη, του β΄μισού του 11ου αι. μ. Χ. που αντιγράφει βιογραφία του Αριστοτέλη, από κάποιον Πτολεμαίο, που έζησε κατά το α΄ μισό του 4ου αιώνα μ.Χ. και στην οποία αναφέρεται: « Όταν ο Αριστοτέλης πέθανε (στη Χαλκίδα, τον Οκτώβριο του 322 π.Χ.), οι Σταγειρίτες έστειλαν και έφεραν την τέφρα του στην πατρίδα τους, την τοποθέτησαν μέσα σε χάλκινη υδρία και κατόπιν απέθεσαν την υδρία αυτή σε μια τοποθεσία, που την ονόμασαν “Αριστοτέλειον”. Κάθε φορά που είχαν σημαντικές υποθέσεις και ήθελαν να λύσουν δύσκολα προβλήματα, συγκαλούσαν σ΄ αυτόν τον τόπο την συνέλευσή τους». Οι πληροφορίες αυτές επαναλαμβάνονται «στο χειρόγραφο αριθμ. 257 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας (κώδικας Ματσίανης στ. 257), που χρονολογείται γύρω στο 1300 μ.Χ.».

Κι αφού αναφερόμαστε στον τάφο του Αριστοτέλη κ. Σισμανίδης μετέρχεται ακριβώς της Αριστοτελικής Λογικής για να διατυπώσει τα συμπεράσματά του, ότι το κτίριο αυτό «δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο»:

«Έχουμε άραγε, κατόπιν όλων των ανωτέρων, κάποιο λόγο για να μην θεωρήσουμε ότι το προβληματικό, από την άποψη της ερμηνείας του, αψιφωτό οικοδόμημα, που παραπάνω περιγράψαμε, ήταν ο τάφος του Αριστοτέλη; Υπάρχει κάτι που δεν ταιριάζει ή ενοχλεί σ΄ αυτήν την ερμηνεία; Αντίθετα, θεωρούμε, χωρίς ωστόσο να έχουμε αποδείξεις, παρά μόνον ισχυρές ενδείξεις, ότι όλα συντείνουν προς αυτήν την εκδοχή: Η θέση στην οποία κτίστηκε μέσα στην πόλη και κοντά στην Αγορά με πανοραμική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις, η εποχή της κατασκευής του στην αρχή-αρχή ακόμη της ελληνιστικής περιόδου, το ασύμβατο γι άλλες χρήσεις σχήμα του, ο δημόσιος χαρακτήρας του και η μεγάλη βιασύνη που διακρίνεται στην κατασκευή του, με καλό, αλλά ετερόκλητο οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση».

Πηγή: Στο κόκκινο Θεσσαλονίκης