Είχε το προσωνύμιο «Χουντίνι των θανατοποινιτών» και όχι τυχαία: είχε καταδικαστεί σε θάνατο πριν από 34 ολόκληρα χρόνια. Ωστόσο, στα χρόνια αυτά, κατάφερε έξι φορές να ξεφύγει από την εκτέλεση της εσχάτης των ποινών.
Όμως, στο 7ο ραντεβού που είχε με το θάνατο, ο θανατοποινίτης Τόμι Άρθουρ, δεν κατάφερε να διαφύγει. Πριν τα μεσάνυχτα (ώρα Αλαμπάμα ΗΠΑ) εκτελέστηκε με ένεση, σε ηλικία 75 ετών.
«Οι μακροχρόνιες προσπάθειες του Τόμας Άρθουρ να ξεφύγει από δικαιοσύνη επιτέλους τερματίστηκαν», ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο γενικός εισαγγελέας Στιβ Μάρσαλ.
Η δικαστική του οδύσσεια, με τις ποινές και τις εφέσεις, κράτησε περισσότερες από τρεις δεκαετίες και ολοκληρώθηκε την Πέμπτη το βράδυ μετά την τελευταία του μάχη στο Ανώτατο Δικαστήριο.
«Ο Τόμας Άρθουρ είναι ειδικός στις διαφυγές. Εκμεταλλεύθηκε ό,τι ήταν δυνατό για να χειραγωγήσει τα δικαστήρια εδώ και περισσότερα από 34 χρόνια:», κατήγγειλε η Τζανέτ Γκράντμαν διευθύντρια της ένωσης υπεράσπισης των θυμάτων εγκλημάτων Victims of Crime and Leniency (VOCAL).
O 75χρονος δεν αρνούνταν ότι είχε δολοφονήσει την κουνιάδα του το 1977, ένας φόνος που έγινε εξ αμελείας, όπως δήλωνε ο ίδιος καθώς ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ. Όμως δεν είχε καταδικαστεί στην εσχάτη των ποινών για αυτό το έγκλημα.
Πέντε χρόνια αργότερα, αφού είχε αποφυλακιστεί με περιοριστικούς όρους, ο Άρθουρ κατηγορήθηκε ότι πυροβόλησε και σκότωσε έναν άνδρα, τον Τρόι Γουίκερ, με τη σύζυγο του οποίου διατηρούσε σχέση.
Βάσει του κατηγορητηρίου η γυναίκα είχε υποσχεθεί στον Άρθουρ να του δώσει 10.000 δολάρια για να σκοτώσει τον σύζυγό της.
Για το έγκλημα αυτό, για το οποίο δήλωνε αθώος, καταδικάστηκε το 1983 στη θανατική ποινή.
Πέρασε 34 χρόνια στην πτέρυγα των μελλοθάνατων στη διάρκεια των οποίων, σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα της Αλαμπάμα, «έκανε δικαστικές προσφυγές συστηματικά σε όλες τις Πολιτείες και τα ομοσπονδιακά δικαστήρια που μπορούσε».
Ημερομηνία για την εκτέλεσή του Άρθουρ ορίστηκε για πρώτη φορά το 2007, στη συνέχεια ακόμη μία φορά την ίδια χρονιά, και μετά το 2008, το 2012, το 2015 και το 2016.
Για τους υπέρμαχους της κατάργησης της θανατικής ποινής, η υπόθεση του Άρθουρ είναι χαρακτηριστική του παραλογισμού της εσχάτης των ποινών: υποτίθεται ότι προσφέρει παρηγοριά στους συγγενείς των θυμάτων, όμως ουσιαστικά κάνει ακριβώς το αντίθετο όταν εκείνοι χρειάζεται να περιμένουν περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Υποτίθεται ότι έχει αποτρεπτικό στόχο, όμως δίνει την εντύπωση ότι εφαρμόζεται αυθαίρετα.