Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται και φέτος η παγκόσμια μεταγραφική «φρενίτιδα», όπως κάθε καλοκαίρι. Καθημερινά ακούμε για τρελά ποσά που είναι διατεθειμένες να δώσουν οι μεγάλες ομάδες της Ευρώπης για να αποκτήσουν ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί στα γήπεδα του πλανήτη, ενώ οι οπαδοί περιμένουν πώς και πώς να μάθουν ποιοι θα είναι οι επόμενοι παίκτες που θα φορέσουν τη φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας.

Πόσο εύκολο είναι όμως να κλείσει μία μεταγραφή; Και πώς υπολογίζεται το πραγματικό της κόστος; Η εφημερίδα Independent ζήτησε τη βοήθεια του Τζέικ Κόεν, ενός δικηγόρου με ειδίκευση στον αθλητισμό, ο οποίος έχει εργαστεί σε πολλές υποθέσεις που αφορούν υψηλού επιπέδου ποδοσφαιρικές μεταγραφές και μας δίνει τα «φώτα» του για το πώς λειτουργεί ο μυστηριώδης κόσμος των μεταγραφών.

Οι ατζέντηδες και το WhatsApp

Όπως εξηγεί ο Κόεν, σε μία προτεινόμενη μεταγραφική συμφωνία συχνά υπάρχουν τρεις διαπραγματεύσεις που εξελίσσονται παράλληλα: η διαπραγμάτευση μεταξύ του ενδιαφερόμενου συλλόγου και του συλλόγου όπου ανήκει ο ποδοσφαιριστή, η διαπραγμάτευση μεταξύ του ενδιαφερόμενου συλλόγου και του ατζέντη του ποδοσφαιριστή για τις απολαβές του παίκτη, και η διαπραγμάτευση μεταξύ του ενδιαφερόμενου συλλόγου με τον ατζέντη για τις δικές του απολαβές.

Κανονικά, για να αρχίσει μία ομάδα να συζητά με την πλευρά του παίκτη πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή της η ομάδα στην οποία αυτός ανήκει. Ωστόσο, στην πραγματικότητα συχνά υπάρχουν ενδιάμεσοι οι οποίοι διευκολύνουν την (τυπικά παράνομη) επικοινωνία αυτή, εγείροντας ζητήματα δεοντολογίας.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που αποκαλύπτει ο Κόεν είναι ότι πλέον η εφαρμογή WhatsApp διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις μεταγραφές, καθώς πολλές διαπραγματεύσεις διεξάγονται μέσω αυτής. Πολλοί ατζέντηδες και παράγοντες ομάδων προτιμούν το WhatsApp επειδή είναι πάντα στο κινητό τους, είναι πιο εύχρηστο από το e-mail, διαθέτει δυνατότητα ομαδικής συνομιλίας, υπάρχουν ειδοποιήσεις για το πότε λαμβάνεται ένα μήνυμα, ώστε να μην υπάρχουν αμφιβολίες, και κυρίως μπορεί κανείς να στείλει μηνύματα ή να πραγματοποιήσει κλήσεις σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, από οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο.

Μία άλλη συχνή απορία των οπαδών είναι το γιατί κάποιες μεταγραφές καθυστερούν να ανακοινωθούν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, συμφωνίες έχουν γίνει πριν τη έναρξη της μεταγραφικής περιόδου, την 1η Ιουλίου, όμως ανακοινώνονται αργότερα για να ενταχθούν στο επόμενο οικονομικό έτος, καθώς για πολλούς συλλόγους το οικονομικό έτος ξεκινά την 1η Ιουλίου και ολοκληρώνεται στις 30 Ιουνίου κάθε χρονιάς. Άλλες φορές, όμως, απλά οι διαπραγματεύσεις κρατούν πολύ λόγω διαφορών στο οικονομικό, ενώ υπάρχουν και πολλοί άλλοι λόγοι για τους οποίους μία μεταγραφή μπορεί να καθυστερήσει: για παράδειγμα, πολλοί παίκτες που αγωνίστηκαν πρόσφατα στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών βρίσκονται σε διακοπές, και δεν είναι διαθέσιμοι για τέτοιες συζητήσεις, ενώ άλλες φορές μπαίνουν στη μέση ζητήματα όπως οι άδειες εργασίας (που είναι απαραίτητες στη Βρετανία και συχνά περιπλέκουν την κατάσταση) και τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της εικόνας πολλών ποδοσφαιριστών.

Πόσο κοστίζει πραγματικά μία μεταγραφή;

Επίσης, κάτι που δυσκολεύονται να καταλάβουν πολλοί οπαδοί έχει να κάνει με το πώς υπολογίζεται το κόστος των μεταγραφών. Στο μυαλό τους συνήθως υπάρχει μόνο το Χ ποσό που δίνει μία ομάδα για να αποκτήσει έναν παίκτη, όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Στην περίπτωση του Αλεσάντρ Λακαζέτ και της μεταγραφής του στην Άρσεναλ, για παράδειγμα, λέμε ότι η λονδρέζικη ομάδα πλήρωσε 53 εκατομμύρια λίρες για να τον αποκτήσει. Όμως αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα είναι ότι, λογιστικά μιλώντας, το κόστος αυτό διαχέεται ισόποσα στα έτη για τα οποία διαρκεί το συμβόλαιο του παίκτη – εν προκειμένω, το συμβόλαιο είναι πενταετές, οπότε προκύπτει ένα κόστος της τάξεως των 10,6 εκατομμυρίων λιρών ετησίως. Σε αυτά όμως θα πρέπει να προστεθούν οι μισθοί του παίκτη, τα μπόνους και τα χρήματα που παίρνει «μπροστά», που αν συνυπολογιστούν το κόστος ανεβαίνει στα 22 εκατομμύρια λίρες ετησίως.

Επίσης, όπως εξηγεί ο Κόεν, στις μεγάλες μεταγραφές συνήθως το αντίτιμο της μεταγραφής δεν καταβάλλεται πλήρως στην ομάδα που πουλά έναν παίκτη, αλλά σε τακτικές δόσεις που μπορεί να εκτείνονται σε βάθος ενός ή δύο ετών.

Τέλος, ο Κόεν διευκρινίζει τι ακριβώς συμβαίνει με τις ρήτρες αποδέσμευσης. Όπως εξηγεί, πέρα από τις κανονικές ρήτρες αποδέσμευσης, υπάρχουν και οι ρήτρες «καλής πίστης», οι οποίες ουσιαστικά κατά τον ίδιο είναι ανούσιες, αφού απλά δεσμεύουν έναν σύλλογο να συζητήσει μία προσφορά καλή τη πίστη και τίποτα παραπάνω.

Όσον αφορά στις κανονικές ρήτρες, σημειώνει ότι πολλές φορές σε αυτές οι σύλλογοι βάζουν σε αυτές σύνθετους όρους που αποσκοπούν στο να αποτρέψουν ανταγωνιστικές ομάδες από το να αγοράσουν παίκτες τους. Για παράδειγμα, πολλές ομάδες της Premier League μπορεί να θέσουν όρο ότι η ρήτρα δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί για άλλες ομάδες που αγωνίζονται στην ίδια κατηγορία, ενώ οι πορτογαλικές ομάδες συνηθίζουν να θέτουν τριπλάσια ή και τετραπλάσια ποσά ως ρήτρες αποδέσμευσης για παίκτες τους, αν θέλουν να τους αποκτήσουν άλλοι σύλλογοι από την ίδια χώρα.