Πριν από λίγες μέρες οι παλιοί φανατικοί των videogames άκουσαν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ένα όνομα που τους σημάδεψε: Atari. Η γνωστή εταιρεία που άφησε το στίγμα της στην αγορά των βιντεοπαιχνιδιών, όταν αυτή βρισκόταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο, ανακοίνωσε πως ετοιμάζει μία νέα κονσόλα, την πρώτη της εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια.
Ο άλλοτε κολοσσός των videogames, η εταιρεία-πρωτοπόρος της κονσόλας, μετά από πολλές περιπέτειες δηλώνει και πάλι «παρών». Ας δούμε όμως πώς η Atari έφτασε από το μηδέν στην κορυφή, από εκεί και πάλι στο μηδέν, και σήμερα προσπαθεί να σταθεί ξανά στα πόδια της.
Έτσι ξεκίνησαν όλα
Ο Νόλαν Μπούσνελ και ο Τεντ Ντάμπνεϊ γνωρίστηκαν το 1969, όταν εργάζονταν για την εταιρεία ηλεκτρονικών Ampex ως ηλεκτρολόγοι μηχανικοί. Ο Μπούσνελ ως φοιτητής είχε παίξει το θρυλικό πρώιμο βιντεοπαιχνίδι «Spacewar!», που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές μεταξύ των λίγων προγραμματιστών της εποχής, και η ιδέα του ήταν να δημιουργήσει μία εκδοχή του παιχνιδιού που να μπορεί να παίζεται σε μία οθόνη τηλεόρασης. Σε συνεργασία με τον Ντάμπνεϊ έφτιαξαν αυτόν τον κλώνο του «Spacewar!», ονόματι «Computer Space», που κυκλοφόρησε σε μηχάνημα arcade από την εταιρεία Nutting, όμως ήταν μία εμπορική αποτυχία.
Εν τω μεταξύ, οι Μπούσνελ και Ντάμπνεϊ είχαν ήδη ιδρύσει τη δική τους εταιρεία, την Syzygy, που το 1972 χρειάστηκε να μετονομαστεί, καθώς διαπιστώθηκε πως υπήρχε και άλλη εταιρεία με αυτό το όνομα. Ο Μπούσνελ εμπνεύστηκε από το επιτραπέζιο παιχνίδι «Go» και έτσι γεννήθηκε η Atari, από τον όρο που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι για μία πέτρα που απειλείται άμεσα από τον αντίπαλο.
Το πρώτο παιχνίδι της Atari, που ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 1972, ήταν το γνωστό σε όλους μας Pong. Στην αρχική μορφή του, το Pong αποτελείτο από μία ασπρόμαυρη τηλεόραση, την ξύλινη «καμπίνα» με τα κουμπιά που την περιέβαλε και στο πλάι έναν μηχανισμό υποδοχής νομισμάτων από πλυντήριο, που κατέληγε σε μία άδεια συσκευασία από γάλα, όπου συγκεντρώνονταν τα νομίσματα των παικτών.
Το Pong ήταν τεράστια επιτυχία και άνοιξε το δρόμο στην Atari για τα επόμενα μεγάλα της βήματα. Ακολούθησαν παιχνίδια όπως τα Space Race, Gotcha, World Cup Football και πολλά άλλα. Όμως ο Μπούσνελ ήξερε ότι το μέλλον ήταν αλλού: στο να μπουν τα βιντεοπαιχνίδια μέσα στα σπίτια των παικτών. Έτσι, ήδη από το 1973 αναζητούσε έναν τρόπο να κυκλοφορήσει ένα μηχάνημα που θα μπορούσε να αγοράσει ο καθένας, κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο, αφού την περίοδο εκείνη τα υλικά ήταν πολύ ακριβά. Το project με την κωδική ονομασία Stella προχωρούσε, αλλά αργά.
Όταν το 1976 η Fairchild κυκλοφόρησε τη δική της κονσόλα, το Video Entertainment System, ο Μπούσνελ κατάλαβε ότι έπρεπε να δράσει άμεσα. Κι έτσι τη χρονιά εκείνη πούλησε την Atari (νωρίτερα ο Ντάμπνεϊ είχε εγκαταλείψει την εταιρεία υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες) στην Warner Communications, έναντι 28 εκατομμυρίων δολαρίων, υπό τον όρο η Stella να κυκλοφορήσει το συντομότερο δυνατό.
Η Warner κράτησε την υπόσχεσή της και τον Σεπτέμβριο του 1977 κυκλοφόρησε το γνωστό μας Atari 2600, όπως μετονομάστηκε στην πορεία η Stella. Το Atari 2600, που λειτουργούσε με «κασέτες», σιγά-σιγά κέρδισε το κοινό, ενώ το μεγάλο «μπαμ» έγινε τον Ιανουάριο του 1980, όταν κυκλοφόρησε το θρυλικό παιχνίδι Space Invaders της Taito, χάρη στο οποίο οι πωλήσεις της κονσόλας διπλασιάστηκαν, ενώ τα επόμενα δύο χρόνια απογειώθηκαν (το 1982 ξεπέρασαν τα 10 εκατομμύρια) χάρη στο Pac-Man.
Και μετά ήρθε η καταστροφή.
Το «κραχ» του 1983
Στο μεταξύ, η Atari είχε αποκτήσει πολλούς ανταγωνιστές στις ΗΠΑ. Αρκετές εταιρείες είχαν κατασκευάσει δικές τους κονσόλες, η καθεμιά με τα δικά τους παιχνίδια, και ο ανταγωνισμός έφτασε το 1982 και το 1983 σε τέτοιο σημείο, ώστε η αγορά να κορεστεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχαν κυκλοφορήσει τόσοι πολλοί τίτλοι παιχνιδιών (όλο και περισσότεροι από ανεξάρτητες εταιρείες, και όχι από την Atari), που τα καταστήματα δεν είχαν χώρο για να τα τοποθετήσουν.
Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις επρόκειτο για πολύ κακοφτιαγμένα, πρόχειρα παιχνίδια που επιτήδειοι έριχναν στην αγορά μόνο και μόνο για να επωφεληθούν από τη ραγδαία ανάπτυξη της αγοράς. Τα παιχνίδια αυτά ήταν φτηνά, γεγονός που ωθούσε πολλούς να τα προτιμήσουν από τα ποιοτικά, αλλά ακριβά παιχνίδια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μειωθεί ο τζίρος της αγοράς, ενώ παράλληλα τα καταστήματα στα οποία πωλούνταν τα παιχνίδια, επέστρεφαν στις εταιρείες που τα έφτιαχναν αυτά που τους «ξέμεναν» και ζητούσαν τα χρήματά τους πίσω. Οι εταιρείες αδυνατούσαν να πληρώσουν, και πολλές από αυτές έκλεισαν. Μην έχοντας άλλη επιλογή, τα καταστήματα πουλούσαν τα δεκάδες παιχνίδια που τους «περίσσευαν» σε πολύ χαμηλές τιμές.
Όλα τα παραπάνω έχουν καταγραφεί στην ιστορία των βιντεοπαιχνιδιών ως το «βορειοαμερικανικό κραχ του 1983». Η ύφεση αυτή της αγοράς κράτησε περίπου έως το 1985, και σε αυτό το διάστημα ο τζίρος της αγοράς κατέρρευσε από τα 3,2 δισεκατομμύρια δολάρια το 1983, μόλις στα 100 εκατομμύρια δολάρια το 1985. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα τέσσερα χρόνια μέχρι η μεγάλη επιτυχία της κονσόλας NES της ιαπωνικής Nintendo να επαναφέρει τον τζίρο στα προ κραχ επίπεδα.
Ήδη βέβαια ένα χρόνο πριν το κραχ, η Atari πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ορισμένα από τα παιχνίδια που κυκλοφόρησε ήταν εντελώς αποτυχημένα (μάλιστα το ET του 1982, βασισμένο στην ομώνυμη ταινία με τον συμπαθή εξωγήινο, θεωρείται από πολλούς το χειρότερο παιχνίδι που κυκλοφόρησε ποτέ), η κονσόλα Atari 5200 που πλασαρίστηκε ως ο διάδοχος του 2600 δεν είχε την ίδια απήχηση, και το κραχ του 1983 προκάλεσε βαριές απώλειες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ στην Atari, οι οποίες επηρέασαν και τη μητρική της, Warner Communications.
Το «σπάσιμο», οι συνεχείς αποτυχίες και το comeback
Το 1984 η Atari «έσπασε»: η Warner κράτησε το τμήμα της που ασχολείτο με τα μηχανήματα arcade, ενώ τα τμήματα που ασχολούνταν με τις κονσόλες και τους υπολογιστές πωλήθηκε στον ιδρυτή της Commodore, Τζακ Τράμιελ, έναντι μετοχών αξίας 240 εκατ. δολαρίων στη νεοσυσταθείσα εταιρεία, Atari Corporation. Το 1985 η Warner πούλησε και το κομμάτι των arcade στην Namco.
Από εκεί και πέρα, η Atari Corporation συνέχισε να παράγει νέες κονσόλες, που όμως δεν είχαν ποτέ την επιτυχία του Atari 2600. Το 1989 έφτασε κοντά σε μία τέτοια επιτυχία, όταν κατασκεύασε το Atari Lynx, μία φορητή συσκευή με έγχρωμη οθόνη. Όμως η αποτυχία της να το λανσάρει εγκαίρως τα Χριστούγεννα του 1989 αποδείχθηκε καθοριστική, με το ανταγωνιστικό Gameboy της Nintendo, αν και διέθετε μία πολύ λιγότερο εντυπωσιακή ασπρόμαυρη οθόνη (αλλά και πιο ανθεκτική μπαταρία και χαμηλότερη τιμή), να κερδίζει το κοινό και να «εξολοθρεύει» κάθε ανταγωνιστή.
Το 1993 η Atari πίστεψε ότι είχε στα χέρια της την επόμενη μεγάλη επιτυχία της αγοράς: το πολυδιαφημισμένο Atari Jaguar, την πρώτη 64-bit κονσόλα. Όμως και πάλι οι πωλήσεις ήταν απογοητευτικές. Αυτή ήταν και η χαριστική βολή για τον Τζακ Τράμιελ, αφού η νέα αποτυχία είχε αφήσει την Atari ουσιαστικά χωρίς κανένα προϊόν.
Το 1996 η Atari συγχωνεύθηκε με την κατασκευάστρια σκληρών δίσκων JTS, και το 1998 πωλήθηκε στην Hasbro Interactive έναντι μόλις 5 εκατομμυρίων δολαρίων. Το 2001 η Hasbro Interactive, και μαζί και η Atari, πέρασαν στα χέρια της γαλλικής Infogrames. Από εκεί και πέρα ακολούθησε μία δαιδαλώδης πορεία από θυγατρικές και αδελφές εταιρείες, για να φτάσουμε το 2013 στη χρεοκοπία της Atari Inc. και της Atari Interactive στις ΗΠΑ, και της μητρικής Atari SA (όπως είχε μετονομαστεί εν τω μεταξύ η Infogrames) στη Γαλλία.
Όμως αυτό δεν ήταν το τέλος της Atari: έναν χρόνο αργότερα και οι τρεις εταιρείες με το όνομα της Atari ανένηψαν, έχοντας στο μεταξύ πουλήσει σχεδόν όλους τους τίτλους παιχνιδιών που τους ανήκαν σε άλλες εταιρείες. Οι δραστηριότητές τους παρέμειναν μικρού βεληνεκούς και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, με το όνομα Atari να μην ακούγεται σχεδόν καθόλου.
Μέχρι που στα μέσα του περασμένου Ιουλίου ήρθε η επίσημη ανακοίνωση που προκάλεσε ενθουσιασμό: η Atari επιστρέφει με νέα κονσόλα, ονόματι Ataribox, 22 ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία της κονσόλα!
Αν και οι πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά της κονσόλας είναι ακόμα ελάχιστες, ήδη στην αγορά το όνομα Atari συζητείται και πάλι έντονα, και δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι αυτή τη φορά το comeback της ιστορικής εταιρείας θα γίνει πραγματικότητα.