Πριν από 4 χρόνια περίπου χρόνια, οι Έλληνες έβλεπαν με απορία τις ορδές των Γιαπωνέζων και Κινέζων – κυρίως – τουριστών να περπατούν με ένα μακρύ κοντάρι στα χέρια. Όταν το προσάρμοζαν στα κινητά τους για να βγάλουν «selfie» (αυτό το ξέραμε ήδη), τότε μάθαμε ότι υπάρχει ένα περίεργο εργαλείο που μας επιτρέπει να βγάζουμε καλύτερες, πανοραμικές selfie, πιο μακρινές από εκεί που έφτανε το χέρι μας. Και έτσι, με καθυστέρηση περίπου ενός έτους – όπως γίνεται συνήθως – ήρθε στην Ελλάδα το selfie stick. Ή, αλλιώς,το… σελφοκόνταρο.
Γράφει η Ελένη Λογοθέτη
Η αλήθεια είναι ότι η Δύση – ευτυχώς ή δυστυχώς – δεν ενθουσιάστηκε με το νέο… γκάτζετ, το οποίο όμως λάτρεψε η ασιατική αγορά. Αυτό όμως καθόλου δεν στεναχώρησε τον Wayne Fromm, ο οποίος έγινε εκατομμυριούχος από την εφεύρεσή του – ή μάλλον την «κλεμμένη» ιδέα του.
Η αρχική έμπνευση ενός κονταριού που θα «κρατούσε» την φωτογραφική μηχανή σαν προέκταση του χεριού ώστε να μπορούμε μόνοι να βγάζουμε τους εαυτούς μας και την παρέα μας φωτογραφία άνηκε τον Χιρόσι Ουέντα, μηχανικό στην εταιρεία φωτογραφικών μηχανών Minolta, που έφτιαξε το αρχικό σχέδιο τη δεκαετία του 1980.
Το στικ του Ουέντα βγήκε στην αγορά αλλά απέτυχε για τρεις λόγους: α) μπορούσε να προσαρμοστεί μόνο σε ελάχιστους τύπους φωτογραφικών μηχανών, β) ήταν πολύ βαρύ και δύσκαμπτο για να το έχεις συνεχώς μαζί σου και γ) δεν έπεισε τις γυναίκες, το βασικότερο αγοραστικό κοινό. Εκείνη την εποχή οι γυναίκες έβρισκαν ντροπιαστικό να βγάζουν μόνες τους τον εαυτό τους φωτογραφία. Το 2003 η πατέντα του Ουέντα έληξε και δεν ανανεώθηκε ποτέ.
Η ίδια ανάγκη που έκανε τον Ουέντα να σκεφτεί το selfie stick – να μπορεί να ποζάρει και να βγάζει μόνος του αναμνηστικές φωτογραφίες χωρίς να βασίζεται στους περαστικούς – , έκανε το 2000 τον Καναδό εφευρέτη Γουέιν Φρομ (Wayne Fromm) να φτιάξει κάτι ανάλογο, το Quik Pod.
Αυτή τη φορά, ο κόσμος ήταν έτοιμος για το σελφοκόνταρο και ο Φρομ έγινε εκατομμυριούχος –το 2005 κατοχύρωσε την πατέντα του, το 2006 βγήκε μαζικά στην αγορά και μέχρι σήμερα έχει πουλήσει πάνω από 1.5 εκατομμύρια κοντάρια.
Όπως έχει παραδεχθεί και ο ίδιος, ο Φρομ ουσιαστικά εξέλιξε τεχνολογικά την ιδέα του Ουέντα – αν και όταν πρωτοεμπνεύστηκε το Quik Pod δεν ήξερε ότι κάποιος πριν από αυτόν το είχε ήδη κάνει πράξη.
Το νέο selfie stick είχε σχεδιαστεί για να είναι ελαφρύ, να προσαρμόζεται σε κάθε κάμερα και κινητό, να μεταφέρεται εύκολα και – στην πορεία – να αντέχει σε αντίξοες συνθήκες: πχ όταν κάποιος έκανε ελεύθερη πτώση ή bungee jumping.
Επίσης, είναι στην άμμο και στο ενώ νερό και έχει ακόμα και σύστημα «αυτόματης απελευθέρωσης» σε περίπτωση που χτυπήσει το κινητό την ώρα που κάποιος ποζάρει. Κανείς δεν θα ήθελε να μιλάει στο κινητό του με το σελφοκόνταρο κολλημένο σαν σημαία πάνω του.
Βέβαια, η επιτυχία του Quik Pod δεν ήρθε μέσα σε μία νύχτα. Από το 2005 ξεκίνησε να προωθεί ο ίδιος την εφεύρεσή του σε εμπορικές εκθέσεις, σε κανάλια τηλεμάρκετινγκ και σε τηλεοπτικές εκπομπές όπως το Dragon’s Den. Το 2008 το σελφοκόνταρο του Φρομ εμφανίστηκε στο Oprah Magazine και στους New York Times και έκτοτε οι πωλήσεις εκτοξεύτηκαν.
Κι ύστερα ήρθαν οι «μαϊμούδες»
Εκείνη περίπου την περίοδο, ο Φρομ έβαλε προς πώληση το Quik Pod στο κινέζικο Amazon, το Alibaba. Η εφεύρεσή του έπιασε αμέσως την ασιατική αγορά (από όπου προήλθαν και τα περισσότερα κέρδη) αλλά ήρθε αντιμέτωπος με το αναπόφευκτο: άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια οι φτηνές απομιμήσεις του – τόσες πολλές που είναι αδύνατον να τις κυνηγήσει.
«Είναι σαν τα μυρμήγκια σε ένα πικ-νικ: δεν μπορείς να τα σκοτώσεις όλα. Βασικά, θα ήταν σπατάλη της συναισθηματικής μου ενέργειας να αρχίσω να πολεμάω όλο τον κόσμο για τέτοια πράγματα», είχε δηλώσει πριν λίγα χρόνια ο ίδιος στο BBC.
Άλλωστε, όπως είπε ο Φρομ, για εφευρέτες όπως αυτόν και τον Ουέντα δεν έχουν πάντα τα χρήματα σημασία. «Είναι ότι δημιουργούμε πράγματι κάτι διασκεδαστικό ή χρήσιμο για τους ανθρώπους. Έτσι, χαίρομαι που ο κόσμος έχει αγκαλιάσει το selfie stick».