Στην σημερινή έντυπη έκδοση της εφημερίδας Die Welt φιλοξενείται ρεπορτάζ/ ανταπόκριση της Hannelore Crolly, από τις Βρυξέλλες με τίτλο «Γίνεται η Ευρώπη νωθρή λόγω επιτυχίας;» και υπότιτλο «Η οικονομία τρέχει, η ανεργία μειώνεται. Αυτό συμπαρασύρει έναν κίνδυνο: είναι πιθανόν να υπάρξει αναβλητικότητα στην εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων στην Ευρωζώνη».

Το δημοσίευμα ξεκινά με παράθεση των θετικών και ελπιδοφόρων για την Ευρωζώνη αποτελεσμάτων σε επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και καταπολέμησης της ανεργίας. Σύμφωνα με την άποψη οικονομολόγων, ενώ προ ολίγου η Ευρωζώνη εμφάνιζε εικόνα ασθενούς, τώρα η ανάρρωσή της προχωρά εντυπωσιακά γρήγορα, κάτι που ισχύει και για τον ευρωπαϊκό νότο σε χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία κατόρθωσε μετά από δύο χρόνια να δανειστεί και πάλι χρήματα από τις διεθνείς χρηματαγορές. Κατόπιν σημειώνεται ότι παρά τα όσα είχαν προβλέψει ειδικοί για την σχεδόν βέβαιη επικείμενη κατάρρευση του ευρώ, το κοινό νόμισμα κάνει ένα εντυπωσιακό come back το τελευταίο διάστημα, κερδίζοντας 13% από την αρχή του χρόνου έναντι του δολαρίου. Επιπρόσθετα, και ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης έχει πλησιάσει αυτόν του ισχυρότερου οικονομικού αντιπάλου της, των ΗΠΑ.

Ωστόσο, σημειώνεται στο δημοσίευμα, με δεδομένες τις παραπάνω θετικές διαπιστώσεις, τίθεται το ερώτημα αν το μέλλον της Ευρωζώνης προδιαγράφεται ρόδινο. Όπως επισημαίνεται, τα πράγματα δεν έχουν σε καμία περίπτωση έτσι, αφού σε μία προσεκτικότερη ματιά διαπιστώνεται ότι η κατάσταση είναι λιγότερο θετική, με το ΔΝΤ να απευθύνει προειδοποιήσεις σχετικά με τις υφιστάμενες, βαθιά ριζωμένες ανισότητες μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωζώνης και τις δομικές αδυναμίες του οικοδομήματός της. Επιπλέον αυτού, συνεχίζει το δημοσίευμα, παρατηρούνται διευρυνόμενες αποκλίσεις σε ό, τι αφορά την ανταγωνιστικότητα των εθνικών οικονομιών των κρατών – μελών του ευρώ, ενώ σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ακόμη και η Γαλλία το ύψος του δημοσίου χρέους βρίσκεται σε μη ανεκτά επίπεδα. Και η ανεργία αναδεικνύεται σε ένα ακόμη πρόβλημα, δεδομένων των ιδιαιτέρα υψηλών ποσοστών της σε Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία.

Στη συνέχεια επισημαίνεται ότι παρά το γεγονός ότι καταγράφεται μία επάνοδος της οικονομικής δραστηριότητας σε θετικούς ρυθμούς, υπάρχει ο κίνδυνος της εξασθένησης των προσπαθειών για την καταπολέμηση των ανισοτήτων και των αδυναμιών στην Ευρωζώνη. Όπως υπογραμμίζεται, η οικονομική ανάκαμψη είναι πιθανόν να θέσει υπό πίεση τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και αυτό αποτελεί μείζονα κίνδυνο ‘ανάφλεξης’, δεδομένου ότι διακεκριμένοι οικονομολόγοι προειδοποιούν για το γεγονός ότι σε πέντε έως δέκα χρόνια το ευρώ αναμένεται να περάσει την επόμενη σκληρή δοκιμασία αντοχής. Την ίδια στιγμή από πλευράς ΔΝΤ απευθύνονται συστάσεις για την επείγουσα εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και για την επιδίωξη μεγαλύτερης δημοσιονομικής ολοκλήρωσης, καθώς σε διαφορετική περίπτωση η Ευρωζώνη απειλείται με ‘χαοτική κατάρρευση’.

Κατά συνέπεια, συνεχίζει το δημοσίευμα, από πολλές πλευρές εκφράζονται ανησυχίες για την τάση να ατονήσουν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στη ζώνη του ευρώ, ενώ παρά την επιτυχή καταπολέμηση της χρηματοοικονομικής κρίσης και της κρίσης χρέους, αξιοσημείωτο είναι ότι τα τελευταία τρία χρόνια έχει επιβραδυνθεί ο ρυθμός αποδόμησης των δομικών ελλειμμάτων. Ούτως ή άλλως, σημειώνεται στο ρεπορτάζ, τα όποια θετικά αποτελέσματα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου οφείλονται εν πολλοίς και στην υπερχαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, με τον Μάριο Ντράγκι να μην τολμά μία αλλαγή πορείας προσπαθώντας να αποφύγει τις επιθέσεις πανικού προς τις νοτιοευρωπαϊκές χώρες

Μεγάλες ελπίδες εναποτίθενται στον νέο γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και στην προσέγγισή του για την αναθεώρηση του οικοδομήματος της Ευρωζώνης, για την πραγματοποίηση της οποίας όμως χρειάζεται τη συνεργασία μίας νέας, ικανής και αποτελεσματικής γερμανικής κυβέρνησης. Ωστόσο, σημειώνεται καταληκτικά στο ρεπορτάζ, σημαντική παράμετρος είναι και η εκπλήρωση των δεσμεύσεων Macron για την τήρηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ σε ό, τι αφορά το όριο του ελλείμματος, κάτι που για τη γαλλική οικονομία συνεπάγεται στην ανάγκη περαιτέρω εξοικονόμησης για το τρέχον έτος.

 

Πηγή: Deutsche Welle