Αλλαγές στη διάταξη που αποκλείει τους δικαιούχους ευρωπαϊκών προγραμμάτων αντιμετώπισης της φτώχειας, από τα ευεργετήματα του νομοσχεδίου ενάντια στην ανθρωπιστική κρίση, υποσχέθηκε να φέρει η αρμόδια υπουργός Θεανώ Φωτίου, ανταποκρινόμενη στις παρατηρήσεις εκπροσώπων κοινωνικών φορέων.

Ποιες παρατηρήσεις αποδέχθηκε η αρμόδια υπουργός Θεανώ Φωτίου


Αλλαγές στη διάταξη που αποκλείει τους δικαιούχους ευρωπαϊκών προγραμμάτων αντιμετώπισης της φτώχειας, από τα ευεργετήματα του νομοσχεδίου ενάντια στην ανθρωπιστική κρίση, υποσχέθηκε να φέρει η αρμόδια υπουργός Θεανώ Φωτίου, ανταποκρινόμενη στις παρατηρήσεις εκπροσώπων κοινωνικών φορέων.


Απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών, κατά τη σημερινή συνεδρίαση των Επιτροπών της Βουλής που επεξεργάζεται το νομοσχέδιο, οι εκπρόσωποι των κοινωνικών φορέων που προσκλήθηκαν επεφύλαξαν πληθώρα παρατηρήσεων, που μεταξύ άλλων αφορούσαν στην ασάφεια του όρου “ακραία φτώχεια” που χρησιμοποιείται στο νομοσχέδιο και το αριθμητικό μέγεθος των ευεργετούμενων πολιτών. Μία από τις ενστάσεις αφορούσε στο άρθρο 4, που εξαιρεί από τις διατάξεις του νομοσχεδίου όσους ήδη ευεργετούνται από προγράμματα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Βοηθείας για τους Απόρους, καθώς και από αντίστοιχα προγράμματα του ΕΣΠΑ (Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα – “Στόχος 9”).


Αντίθετος με το άρθρο εμφανίστηκε ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αρχιμανδρίτης Νικόλαος Φαρμάκης, ο οποίος τόνισε πως “αν τα βάλουμε κάτω αριθμητικά, θα δούμε πως είναι ελάχιστες οι φορές που οι άνθρωποι αυτοί παίρνουν βοήθεια από τα ευρωπαϊκά και περιφερειακά προγράμματα”.


“Το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας για τους Απόρους, είναι σαν κάποια συσσίτια που λένε πως τρώμε Δευτέρα και Παρασκευή και τις υπόλοιπες μέρες, αν ζήσει κάποιος, θα έρθει να φάει”, σχολίασε σκωπτικά ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας.


“Το άρθρο 4 χρήζει αναθεώρησης”, συμφώνησε η αναπληρωτής υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώ Φωτίου.


Σε άλλες παρατηρήσεις φορέων, πως ο όρος “ακραία φτώχεια” που χρησιμοποιείται στο νομοσχέδιο είναι ασαφής, καθώς δεν προσδιορίζεται αριθμητικά, η κ. Φωτίου διευκρίνισε πως η κυβέρνηση σκόπιμα δεν προχώρησε σε περαιτέρω προσδιορισμό του μέσα στο νομοσχέδιο, καθώς “υπάρχει μια τέτοια πολυτυπία με βάση τους πολλούς ορισμούς που έχουν δοθεί και τα διάφορα επιδόματα που έχουν προβλεφθεί κατά καιρούς, που θα δημιουργούσαμε τεράστιο πρόβλημα αν κάναμε νομοθετικό τον προσδιορισμό”.


Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η κ. Φωτίου δήλωσε πως θα υπάρξει μια πιο εξειδικευμένη περιγραφή των δικαιούχων της προσφερόμενης στήριξης, κατά τη σύνταξη της κοινής υπουργικής απόφασης με την οποία θα υλοποιηθεί το νομοσχέδιο, ενώ δεσμεύθηκε να εξαιρεθούν και τα αναπηρικά επιδόματα από το συνολικό εισόδημα που θα δηλώνεται για την ικανοποίηση των εισοδηματικών κριτηρίων που θα προβλεφθούν. Η συγκεκριμένη δέσμευση ικανοποίησε τον εκπρόσωπο της Εθνικής Συνομοσπονδίας των ΑΜΕΑ Γιάννη Λυμβαίο, καθώς όπως δήλωσε “όλα αυτά τα μνημονιακά χρόνια, το ζήτημα είχε αποτελέσει ουσιαστικό σημείο αδικίας για τα άτομα με αναπηρία”.


Ως κορυφαίο θέμα προβληματισμού αναδείχθηκε και σήμερα η ένταξη των εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Εγκλημάτων Διαφθοράς στο έργο της υπό σύστασης γενικής γραμματείας Καταπολέμησης της Διαφθοράς, με τον πρόεδρο της Ένωσης Εισαγγελέων Κωνσταντίνο Τζαβέλα να υπενθυμίζει πως “οι εισαγγελείς δεν μπορεί να δέχονται εντολές από την εκτελεστική εξουσία”, ενώ αντίστοιχες θέσεις εξέφρασε και ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Βασίλης Αλεξανδρής.


Διαφορετική υπήρξε η εκτίμηση του Εθνικού Συντονιστή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς και πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τέντε, ο οποίος εκτίμησε πως η “υπαγωγή” δεν αναιρεί την ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού – είναι γνωστή έννοια στο διοικητικό δίκαιο, και δεν έχει να κάνει με την εποπτεία, αλλά με τη διοικητική μέριμνα. Άλλωστε, τόνισε ο κ. Τέντες, “και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων υπάγεται στον υπουργό Δικαιοσύνης – και κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε την ανεξαρτησία της, που είναι και συνταγματικώς κατοχυρωμένη”. Επί της ουσίας, ωστόσο, ο κ. Τέντες σημείωσε πως “με το νομοσχέδιο φαίνεται να υποχωρεί η ιδέα της ανάθεσης του έργου κατά της διαφθοράς σε ανεξάρτητους και πολιτικά ουδέτερους φορείς και να μεταφέρεται σε πολιτικούς θεσμούς. Με τον τρόπο αυτό, κινδυνεύει εύκολα να αμφισβητηθεί η αντικειμενικότητα του έργου και να υπονομευτεί όλη η εθνική προσπάθεια. Δεν συμφωνώ”.


Απαντώντας στις παρατηρήσεις των φορέων (που βρίσκουν σύμφωνα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης), ο αρμόδιος υπουργός Επικρατείας, Παναγιώτης Νικολούδης, δήλωσε πως “οι δικαστές δεν έχουν υποχρέωση να εκτελούν τα προγράμματα της γενικής γραμματείας” και υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο δεν τους ζητείται στη σχετική διατύπωση του νομοσχεδίου.


Πηγή: www.news.gr