Ο εκλιπών, διετέλεσε 46ος αντιπρόεδρος από το 2001 έως το 2009 υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεότερου.
Πριν αναλάβει καθήκοντα Αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Ντικ Τσέινι είχε μια μακρά και πολυεπίπεδη πολιτική και επαγγελματική διαδρομή, κατέχοντας καίριες θέσεις στην αμερικανική κυβέρνηση και τον ιδιωτικό τομέα:
- Υπουργός Άμυνας (1989–1993) υπό τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο, όπου είχε την ευθύνη των επιχειρήσεων «Just Cause» στον Παναμά και «Desert Storm» κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου.
- Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων εκπροσωπώντας το Ουαϊόμινγκ (1979–1989), με ενεργό ρόλο σε θέματα άμυνας και ενέργειας και παρουσία σε ηγετικές επιτροπές.
- Προσωπάρχης του Λευκού Οίκου (1975–1977) επί προεδρίας Τζέραλντ Φορντ, θέση από την οποία απέκτησε σημαντική επιρροή στη λειτουργία της αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας.
- Επικεφαλής της Halliburton (1995–2000), πολυεθνικής εταιρείας παροχής υπηρεσιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπου διετέλεσε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος (CEO) πριν επιστρέψει στην πολιτική σκηνή.
Ως Αντιπρόεδρος (2001–2009), ο Τσέινι άσκησε καθοριστική επιρροή στη στρατιωτική και εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Υπήρξε από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της εισβολής στο Ιράκ, επικαλούμενος την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής, ισχυρισμός που αργότερα διαψεύστηκε.
Η θητεία του συνοδεύτηκε από έντονη κριτική, κυρίως για τις πολιτικές παρακολούθησης από την NSA και την έγκριση των λεγόμενων «ενισχυμένων ανακριτικών τεχνικών», πρακτικών που χαρακτηρίστηκαν από πολλούς ως βασανιστήρια.
Στον κινηματογράφο, τον ενσάρκωσε ο Κρίστιαν Μπέιλ στην ταινία «Vice» (2018), μια αιχμηρή βιογραφική απεικόνιση της πολιτικής του πορείας και της επιρροής του στην αμερικανική εξουσία.