Η κατάσταση στην οικονομία και τις αγορές παρουσιάζει σαφή βελτίωση, ιδιαίτερα μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, την έκδοση κυβερνητικού ομολόγου πενταετούς διάρκειας, μετά από τρία χρόνια απουσίας από τις αγορές και την αναβάθμιση της χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης Moody’s και Fitch.

Τα παραπάνω, σύμφωνα με ανακοίνωση της ΕΕΤ, τονίστηκαν στην συνάντηση που είχε σήμερα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τους προέδρους και τους διευθύνοντες συμβούλους των τραπεζών- μελών της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ).

Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΕΕΤ, η οικονομία ανακάμπτει μετά από πολυετή περίοδο ύφεσης, οι προσδοκίες βελτιώνονται, οι αβεβαιότητες περιορίζονται και η στενότητα ρευστότητας στην αγορά χαλαρώνει.

Τα στελέχη των τραπεζών τόνισαν στον πρωθυπουργό την ανάγκη να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, το άνοιγμα των αγορών, η συνεπής υλοποίηση των συμφωνηθέντων με τους πιστωτές και οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένης της διαμόρφωσης φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος και ιδιωτικοποιήσεων, ώστε, να βελτιωθεί περαιτέρω η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και η εμπιστοσύνη των αγορών, να εδραιωθεί η αναπτυξιακή δυναμική και να επιταχυνθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, που είναι ιδιαίτερα κρίσιμες για την επίτευξη ισχυρής και διατηρήσιμης αναπτυξιακής τροχιάς.

Συζητήθηκαν περαιτέρω οι συνθήκες στον τραπεζικό κλάδο, και τα μέλη της ΕΕΤ ενημέρωσαν τον πρωθυπουργό για τη βελτίωση που παρουσιάζει ο τραπεζικός τομέας. Οι τράπεζες επέστρεψαν σε οργανική κερδοφορία μετά από μια σχεδόν δεκαετία ζημιών, οι καταθέσεις ανακάμπτουν αργά αλλά σταθερά τους τελευταίους μήνες, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών ανοιγμάτων υποχωρεί σταδιακά, ενώ οι στόχοι για τους οποίους έχουν δεσμευθεί οι τράπεζες θα επιτευχθούν για το 2017, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές βελτιώνεται και η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών και συναλλαγών αυξάνεται θεαματικά.
Παρά ταύτα, η πιστωτική επέκταση παραμένει αρνητική κυρίως λόγω χαμηλής ζήτησης από τα νοικοκυριά, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων δεν έχουν αρθεί ολοσχερώς και η πλήρης πρόσβαση στις διεθνείς αγορές δεν έχει ακόμα επιτευχθεί, ενώ η μείωση του σημαντικού ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το έλλειμμα καταθέσεων σε σχέση με το ύψος των δανείων, αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για τις τράπεζες και την οικονομία μεσοπρόθεσμα.

Τονίστηκε ότι οι τράπεζες έχουν δεσμευθεί σε χρονοδιάγραμμα μείωσης του ύψους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 38% ή 40 δισ. ευρώ την επόμενη τριετία, το οποίο υλοποιούν με συνέπεια μέχρι σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες προσφέρουν σ΄ όλους τους συνεργαζόμενους δανειολήπτες, νοικοκυριά, επιχειρήσεις, λύσεις που λαμβάνουν υπόψη τις δυνατότητες του πελάτη και την οικονομική συγκυρία, ενώ το νέο νομοθετικό πλαίσιο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων διευκολύνει την αποτελεσματική διαχείρισή τους, σε συνεργασία με τους συνεργαζόμενους οφειλέτες.

Παράλληλα, συζητήθηκε η ανάγκη χρηματοδότησης της οικονομίας, των επενδύσεων και της παραγωγικής δραστηριότητας και τα μέλη της ΕΕΤ τόνισαν ότι στηρίζουν τις υγιείς δυναμικές επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Ο Πρόεδρος της ΕΕΤ Νικόλαος Καραμούζης, σύμφωνα με την ανακοίνωςη, ενημέρωσε τον πρωθυπουργό για μια σειρά σημαντικών πρωτοβουλιών που έχει αναλάβει η ΕΕΤ εντός και εκτός Ελλάδος καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με στόχο την ενημέρωση επενδυτών, επίσημων φορέων και παραγωγικών θεσμών για τις βελτιούμενες προοπτικές και δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος και της ελληνικής οικονομίας, υπό την προϋπόθεση της συνέχισης της πολιτικής των μεταρρυθμίσεων για τη δημιουργία μιας σύγχρονης, ανοικτής και ανταγωνιστικής παραγωγικής βάσης και οικονομίας.

Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός, εξέφρασε την πεποίθηση ότι στο 2017 μπορούμε να φτάσουμε σε ανάπτυξη κοντά στο 2%, μέγεθος που δεν έχει να δει η ελληνική οικονομία πάνω από μια δεκαετία. Επεσήμανε ακόμη τους «ενθαρρυντικούς δείκτες» και τα «ενθαρρυντικά» σημερινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Ο πρωθυπουργός σημείωσε και την αναγκαιότητα εργαλείων ρευστότητας και αύξησης της ζήτησης «για να μπορέσει να εκτιναχθεί η ελληνική οικονομία», τονίζοντας ότι ο ρόλος των τραπεζών σε αυτή την προσπάθεια είναι πολύ χρήσιμος, ενώ επισήμανε ότι πρέπει να επανοικοδομηθεί η εμπιστοσύνη όχι μόνο των επενδυτών αλλά και των καταθετών στις ελληνικές τράπεζες.
Ειδικότερα, ο κ. Τσίπρας ανέφερε πως «η αλήθεια είναι ότι έχουμε ενθαρρυντικούς δείκτες, και τα σημερινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι ενθαρρυντικά, διότι δείχνουν ότι αν συνεχίσουμε σε αυτούς τους θετικούς ρυθμούς που είχαμε στα πρώτα τρίμηνα, τα δύο και ιδιαίτερα το τρίτο που απ’ ό,τι φαίνεται είναι πάρα πολύ ενθαρρυντικό -όλοι το νιώθουμε αυτό και με την πολύ μεγάλη απόδοση του τουρισμού-, μπορούμε να φτάσουμε στο 2017 σε μεγέθη ανάπτυξης κοντά στο 2%, που έχει να δει η ελληνική οικονομία πάνω από μια δεκαετία».

Υπογράμμισε ότι αυτό που χρειάζεται κατά την εκτίμηση του «είναι να διατηρήσουμε τη δημοσιονομική ισορροπία, ταυτόχρονα όμως να δώσουμε και εργαλεία ρευστότητας και να αυξήσουμε και τη ζήτηση για να μπορέσει να εκτιναχθεί η ελληνική οικονομία». «Και άρα ο ρόλος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των τραπεζών, σε αυτή την προσπάθεια είναι πολύ χρήσιμος», συνέχισε, για να προσθέσει πως «ταυτόχρονα με αυτή την προσπάθεια πρέπει να επανοικοδομήσουμε την εμπιστοσύνη όχι μόνο των επενδυτών αλλά και των καταθετών στις ελληνικές τράπεζες». Επ΄ αυτού επισήμανε: «Ήδη είχαμε μια θετική εξέλιξη τον Ιούλιο, με την αύξηση κατά 1 δισ. Νομίζω ότι αυτός ο ρυθμός πρέπει να αυξηθεί ακόμα περισσότερο και να επιταχυνθεί, και με αυτόν τον τρόπο νομίζω ότι θα κλείσουμε οριστικά τον κύκλο της κρίσης».

Στη συνάντηση συμμετείχαν και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο υπουργός Οικονομίας Δημήτρης Παπαδημητρίου.