Πέρα από τα πολιτικά λόγια για ξένες επενδύσεις ή μη στην ελληνική αγορά, υπάρχει και η πραγματικότητα των αριθμών. Αυτή καταγράφεται στην έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Το Συμβούλιο εκφράζει αισιοδοξία για την αύξηση του ΑΕΠ το 2017, ενώ για το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού εκτιμά ότι διαμορφώνεται σε αντίστοιχα με τα περσινά επίπεδα, γεγονός που καθιστά εφικτό το στόχο για 1,75% του ΑΕΠ το 2017.
Ωστόσο, εκφράζονται αμφιβολίες για την επίτευξη του ετήσιου στόχου 1,8%. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,8% το δεύτερο τρίμηνο του έτους οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των εξαγωγών ( 9,5%) και της δημόσιας κατανάλωσης ( 3,3%). Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση, ερωτηματικά προκαλούνται και από την υστέρηση των εισπράξεων στο φόρο εισοδήματος ως προς τον στόχο που έχει τεθεί στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής.
Στην έκθεση διαπιστώνεται ότι οι δείκτες οικονομικού κλίματος και καταναλωτικής εμπιστοσύνης εμφανίζουν σταθερή βελτίωση, η μεταποίηση εμφανίζει θετικά σημάδια, ενώ σημαντική κάμψη παρουσιάζει ο κατασκευαστικός κλάδος. Η ανεργία, σύμφωνα με την έκθεση, παρουσιάζει σταθερή μείωση για έκτο συνεχή μήνα και διαμορφώνεται στο 21,2%.
Αναλυτικά, στην έκθεση επισημαίνονται τα ακόλουθα σημεία για τις ξένες επενδύσεις, τα κόκκινα χρέη του Δημοσίου αλλά και τα ελληνικά ομόλογα:
– Ο ρυθμός αύξησης των άμεσων ξένων επενδύσεων φαίνεται από τα μέσα του 2016 να σταθεροποιείται σε υψηλότερα επίπεδα.
– Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του ελληνικού δημοσίου είναι ελαφρώς αυξημένες τον Ιούλιο του 2017 σε σχέση με τον Ιούνιο, αλλά σημαντικά μειωμένες σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016.
– Οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης και τα νοσοκομεία διατηρούν τα πρωτεία όσον αφορά τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα, αφού αυτές ξεπερνούν το 72% του συνόλου των οφειλών της γενικής κυβέρνησης.
– Η απόδοση των ελληνικών δεκαετών ομολόγων διαμορφώνεται στο 5,5%. Κυμαίνεται δηλαδή στα χαμηλά επίπεδα της περιόδου της κρίσης. Παραμένει ωστόσο πολύ υψηλότερα από τα αντίστοιχα των χωρών της Ευρωζώνης που εξήλθαν των προγραμμάτων στήριξης.