Για τον ιδιοκτήτη του καφενείου στη Σαλαμίνα Π.Π. ήταν μια συνηθισμένη ημέρα. Το μαγαζί του ήταν γεμάτο πελάτες που έπιναν τον πρωινό τους καφέ, αλλά και οδηγούς που σε λίγο θα έπιαναν δουλειά, καθώς το καφενείο βρισκόταν στην αφετηρία των λεωφορείων.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Το ενδιαφέρον του ηλικιωμένου άνδρα τράβηξε η έντονη συζήτηση που είχαν δυο από τους οδηγούς που κάθονταν σε ένα από τα τραπέζια του καφενείου περιμένοντας να φτάσει η ώρα για να πιάσουν δουλειά. Οι τόνοι είχαν ανέβει όταν ο Θ.Δ. σηκώθηκε όρθιος και απευθυνόμενος στο συνάδελφο του φώναξε: «Τόσο καιρό που σου είχα κόψει και την καλημέρα είχα βρει την ησυχία μου. Τώρα που ξαναρχίσαμε να μιλάμε βλέπω πως ξαναμπήκα μαζί σου σε σκοτούρες. Άφησε με λοιπόν ήσυχο για να μην σταματήσω να σου λέω και καλημέρα».

Όπως θα περιέγραφε αργότερα ο ιδιοκτήτης του καφενείου, ο Θ.Δ. βγήκε τρέχοντας από το μαγαζί για να προλάβει το λεωφορείο που εκείνη την ώρα περνούσε. Πίσω του έτρεξε και ο συνάδελφος του Η.Κ. με τον οποίο λίγα λεπτά νωρίτερα καβγάδιζαν: «Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά και άκουσα φωνές. Έτρεξα και είδα τον Θ.Δ. να κατεβαίνει από το λεωφορείο γεμάτος αίματα, κρατώντας τον λαιμό του. Προχώρησε λίγο λύγισαν, όμως, τα γόνατα του και σωριάστηκε στο δρόμο. Ο φονιάς κατέβηκε και αυτός από το λεωφορείο, μπήκε στο καφενείο, άρπαξε μια καρέκλα κι άρχισε να απειλεί όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα μέσα στο μαγαζί».

Τον Μάρτιο του 1970, περίπου ενάμισι χρόνο μετά το φονικό, ο αυτόπτης μάρτυρας περιέγραψε καρέ – καρέ, ενώπιον του Μικτού Κακουργιοδικείου της Αθήνας, τη στυγερή δολοφονία. Στο εδώλιο ο 27χρονος οδηγός Η.Κ. κατηγορούμενος για τη δολοφονία του 26χρονου συναδέλφου του Θ.Ν. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο νεαρός κατηγορούμενος είχε κυριολεκτικά σφάξει το θύμα του κόβοντάς του με μαχαίρι την καρωτίδα.

Ο ιδιοκτήτης του καφενείου και βασικός μάρτυρας στην υπόθεση, χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο «κακό άνθρωπο» και στην ερώτηση του προέδρου «Μήπως ο κατηγορούμενος είναι τρελός;», εκείνος απάντησε: «Όχι, έκανε τον τρελό. Αντίθετα, το θύμα ήταν πολύ καλό παιδί, το καλύτερο της πιάτσας».

Είχε προηγηθεί η προσπάθεια των συνηγόρων υπεράσπισης του νεαρού κατηγορούμενου να πείσουν το δικαστήριο ότι έπασχε από ψυχική νόσο, λέγοντας πως δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει τη δίκη και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Μάλιστα, για να ενισχύσουν τον ισχυρισμό τους επικαλέστηκαν το γεγονός ότι το 1961 είχε νοσηλευτεί σε κλινική με αγχώδη νεύρωση. Ο αδελφός του δράστη, αλλά και ο ψυχίατρος που κατέθεσε ως τεχνικός σύμβουλος της υπεράσπισης, υποστήριξαν πως ο κατηγορούμενος είναι σχιζοφρενής.

Ωστόσο, οι απόψεις της πλειονότητας των ψυχιάτρων που εξετάστηκαν συνέτειναν ότι ο 27χρονος δεν παρουσίαζε, κατά το χρόνο που τον εξέτασαν, κάποια ψυχική νόσο. Ένας, μάλιστα, από τους ψυχιάτρους, σκιαγραφώντας το προφίλ του δράστη, έκανε λόγο για έναν άνθρωπο «καβγατζή, νταή» που γνώριζε, όμως, τα όρια και γι’ αυτό στο παρελθόν δεν είχε διαπράξει κάποια αξιόποινη πράξη που θα τον οδηγούσε ενώπιον της δικαιοσύνης.

Ως καβγατζή περιέγραψε τον κατηγορούμενο και ο εισπράκτορας του λεωφορείου που μετά το χτύπημα είδε το θύμα να σωριάζεται στο έδαφος, αιμόφυρτο και να κρατά το λαιμό του. «Ο κατηγορούμενος με το παραμικρό πιανότανε. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί τα έκανε όλα αυτά», είπε στους δικαστές.

Τα παιχνίδια της μοίρας

Όπως προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία, το λεωφορείο στο οποίο είχε επιβιβαστεί το θύμα ήταν έτοιμο να ξεκινήσει τη διαδρομή του, αλλά σταμάτησε για να επιβιβαστεί σε αυτό και ο κατηγορούμενος, καθώς στο τιμόνι του οδηγού καθόταν ο αδελφός του.

Όπως περιέγραψε στο δικαστήριο, ο οδηγός του λεωφορείου μέσα στο οποίο διαπράχθηκε το έγκλημα και αδελφός του κατηγορούμενου, το θύμα μπήκε στο αυτοκίνητο, τον χαιρέτησε, καθώς ήταν φίλοι και κάθισε σε ένα κάθισμα, πίσω του: «Έκλεισα τις πόρτες για να ξεκινήσω όταν είδα τον αδελφό μου να τρέχει προς το λεωφορείο. Επειδή εκείνος με αντικαθιστούσε τη νύχτα νόμιζα πως ήθελε κάτι να μου πει και σταμάτησα.

Ανέβηκε και στάθηκε στο σκαλοπάτι της μπροστινής πόρτας. Εγώ γύρισα και κοίταξα το ρολόι μου. Στα δευτερόλεπτα αυτά, εκείνος γύρισε άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και πήρε το μαχαίρι που βρισκόταν σε αυτό και χτύπησε τον Θ.Ν.. Δεν πρόλαβα να τον σταματήσω. Μόλις το κατάλαβα του φώναξα “Τι έκανες μωρέ φονιά;”, του άρπαξα το χέρι του, το χτύπησα πάνω στο ντουλαπάκι και του έφυγε το μαχαίρι. Κατέβηκε πίσω από το θύμα και εγώ τον ακολούθησα γιατί φοβήθηκα μήπως τον ξαναχτυπήσει. Μα τον είδα να μπαίνει στο καφενείο, να αρπάζει μια καρέκλα, να χτυπά το κεφάλι του και μετά τον τοίχο. Ήταν σαν μανιασμένος ταύρος και κανείς δεν τολμούσε να τον πλησιάσει», είπε ο οδηγός του λεωφορείου και αδελφός του δράστη.

Πρόεδρος: Παιδί μου αφού ήξερες, όπως λες, πως ο αδελφός σου ήταν άρρωστος και επικίνδυνος γιατί άφηνες το μαχαίρι στο ντουλαπάκι;

Μάρτυρας: Δεν το άφηνα κύριε πρόεδρε. Το είχα πάρει και δεν ήταν μόνο αυτό. Και στο σπίτι είχαμε εξαφανίσει κάθε κοφτερό ή αιχμηρό πράγμα. Ούτε μπαλτάς υπήρχε σπίτι, ούτε σκεπάρνι, ούτε μαχαίρι. Όλα τα είχαμε εξαφανίσει. Μα στο αυτοκίνητο το χρειαζόμασταν καμιά φορά ένα μαχαίρι. Μια μέρα, λοιπόν, με ρώτησε τι είχε γίνει το μαχαίρι που ήταν στο ντουλάπι: «Αν χάθηκε, μου είπε, πες μου το να αγοράσω άλλο. Τι να κάνω αφού θα αγόραζε άλλο;».

Τραγική ειρωνεία ήταν πως μπροστά στο φονικό βρέθηκε και η αρραβωνιαστικιά του θύματος η οποία εκείνη την ώρα  βρισκόταν, ως επιβάτης, μέσα στο λεωφορείο. «Ο φονιάς σκούπισε τα χέρια του με το μαντήλι του, κατέβηκε από το λεωφορείο και προχώρησε προς το καφενείο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Έκανε και εκεί φασαρία αρπάζοντας μια καρέκλα με την οποία τους φοβέριζε όλους», είπε με δάκρυα στα μάτια.

Ο πατέρας του θύματος, φανερά καταβεβλημένος, καταθέτοντας στο δικαστήριο περιέγραψε το σοκ που υπέστη, όταν έμαθε ότι ο γιος του είχε δολοφονηθεί με άγριο τρόπο. Ο μάρτυρας υποστήριξε πως ο κατηγορούμενος ζήλευε το παιδί του γιατί ήταν πιο επιτυχημένος τόσο στην επαγγελματική, όσο και στην προσωπική του ζωή: «Ο γιος μου είχε αρραβωνιαστεί μια πολύ ωραία και πολύ καλή κοπέλα και αυτό δεν μπορούσε να το υποφέρει ο κατηγορούμενος. Κάθε τόσο από το τίποτα έβριζε το γιο μου και την αρραβωνιαστικιά του. Το ίδιο θα έγινε και την ημέρα που σκοτώθηκε το παιδί μου… ».

Από την πλευρά του, ο αδελφός του θύματος Μ.Δ., υποστήριξε πως δράστης και θύμα είχαν κοντραριστεί στο παρελθόν με αφορμή συνδικαλιστικά θέματα. «Δεν είχαν, όμως, σοβαρές διαφορές. Ο κατηγορούμενος δεν ήταν καλός άνθρωπος. Ήταν νταής, κουτσαβάκης της παλιάς Αθήνας και πάντοτε είχε μαζί του ένα μαχαίρι. Κανέναν δεν τον χώνευε και με κανέναν συνάδελφο του δεν μιλούσε. Όλους τους φοβέριζε με το παραμικρό πως θα τους σκότωνε. Και γι’ αυτό όλοι τον απέφευγαν για να μην έχουν μπλεξίματα μαζί του», είπε ο αδελφός του θύματος.

Πρόεδρος: Ο αδελφός σας είχε αρραβωνιαστεί μια πολύ καλή κοπέλα. Μήπως γι’ αυτό τον ζήλευε και τον χτύπησε;

Μάρτυρας: Ήταν και αυτό. Ο ίδιος με τον κακό του χαρακτήρα δεν μπορούσε να ταιριάξει με κανέναν και όπως ήταν φυσικό τους μισούσε όλους και ποτέ δεν ήθελε το καλό τους.

Στην απολογία του ο 27χρονος κατηγορούμενος δεν θέλησε να μιλήσει με λεπτομέρειες για τη στιγμή του εγκλήματος.

«Ξέρω εγώ τι έχω, δεν βλέπω το λόγο να σας το πω για να μάθετε και εσείς. Φθάνει που το ξέρω εγώ… Δεν θυμάμαι τι έκανα. Εγώ δεν ξέρω τίποτα», ήταν τα πρώτα του λόγια. Απαντώντας σε ερωτήσεις του προέδρου ισχυρίστηκε πως διατηρούσε φιλική σχέση με το θύμα, αλλά, όπως είπε, εκείνος δεν ήταν καλός άνθρωπος. «Μου κόλλαγε και μου έλεγε: “σε εσένα ο Τζ. θα δώσει την κόρη του, σε έναν τρελό;».

Είχα αρραβωνιαστεί κύριε πρόεδρε μια κοπέλα και θα την έκανα γυναίκα μου, μα εκείνος δεν με άφηνε να ησυχάσω. Όλο μπερδευόταν στις υποθέσεις μου και με φώναζε τρελό. Τρελός, κύριε πρόεδρε, ήταν εκείνος που δεν ήξερε τι έλεγε. Εγώ πάλι κακία δεν του κρατούσα και του έλεγα, όσες φορές τον έβλεπα, να τον κεράσω καφέ. Μα εκείνος δεν ήθελε, δεν καταδεχόταν…», ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος και λίγο πριν καθίσει και πάλι στο εδώλιο, είπε μονολογώντας: «Εγώ θέλω σκότωμα».

Τελικά, το δικαστήριο, υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση, καταδίκασε τον 27χρονο σε ισόβια κάθειρξη για την δολοφονία του 26χρονου συναδέλφου του.