Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια η Ελλάδα έμπαινε στον «γύψο» με τα τανκς και τα εμβατήρια στους δρόμους σαν πρώτη πράξη. Η ελληνική κοινωνία «πάγωσε» και αιφνιδιάστηκε από την ανατροπή την οποία ταυτόχρονα αναγνώριζε ως ενδεχόμενη κατάσταση ήδη μετά τον Ιούλιο του 1965.
Ποιες ήταν οι αντιδράσεις των ανθρώπων την πρώτη ημέρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος; Πώς έζησαν την 21η Απριλίου; Τι θυμούνται από την αποφράδα εκείνη ημέρα που έκλεινε βίαια την πόρτα στην «καχεκτική» μετεμφυλιοπολεμική δημοκρατία;
Ο Τάκης Μπενάς, ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς και ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος αφηγούνται τις δικές τους βιωματικές μαρτυρίες. Τις δημοσιεύουμε όπως τις έχουν καταθέσει στο περιοδικό «Αρχειοτάξιο» των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.
«Μνήμες τόσο μακρινές και τόσο κοντινές. Μόλις χθες. Και κόσμος που κυκλοφορεί στους δρόμους φορτωμένος τις οδυνηρές επειρίες του, που είναι ακόμα ζωντανές, αιμάσσουσες. Πολύ δύσκολο να γράψεις γι΄ αυτόν που χαιρέτησες στο δρόμο και ξέρεις πως κάτω απο αυτό το ανοιχτόχρωμο πουκαμισάκι υπάρχουν ακόμα τα σημάδια του βασανισμένου κορμιού, κάποτε ανεξίτηλα ως το τέλος» γράφει ο Τάκης Μπενάς.
Και ο Τίτος Πατρίκιος: «Πλησίασα στην πόρτα, όπου άκουσα μια γνώριμη, σιγανή φωνή: “‘Ανοιξε, άνοιξε…” Μισάνοιξα και είδα τον φίλο μου Μίλτο Παναγιωτόπουλο, που το προηγούμενο βράδυ βρισκόμουν σπίτι του. Πίσω του, αγγίζοντας το στενό πεζοδρόμιο, ήταν σταματημένο ένα τανκ. “Ντύσου αμέσως να φύγουμε” μου είπε, μόλις μπήκε μέσα. “Έγινε δικτατορία”. Ένιωσα ένα τράνταγμα, αλλά δεν ξαφνιάστηκα. Ήταν σαν κάτι που το περίμενα και μαζί σαν κάτι που ήλπιζα πως δεν θα γινόταν ποτέ».
Μια πολύ δύσκολη μέρα του Τάκη Μπενά
Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε ανελέητα. Τα πόδια μου πετάχτηκαν έξω από τις κουβέρτες, τα χέρια μου ψάχνανε το πορτατίφ, ενώ το κουδούνι συνέχιζε να σκίζει τη νυχτερινή ησυχία. Στο φώς που άναψε φάνηκαν οι δείχτες του ρολογιού: τρείς και τέταρτο.
Στην πόρτα στεκόταν μια γνωστή φυσιογνωμία του φοιτητικού κινήματος. Με κοίταξε με χαμόγελο ανήσυχο και πρόσθεσε ελάχιστες λέξεις, προτού φύγει δρομαίος: «’Ερχομαι απο την “Αυγή”. Στο Σύνταγμα κατέβηκαν τάνκς. Δεν ξέρουμε γιατί. ‘Αλλοι λένε δικτατορία και άλλοι ότι θέλουν μόνο να πιάσουν τον Αντρέα για τον Ασπίδα. Ο Αριστείδης με έστειλε να στα πω και να φύγεις από το σπίτι. Κάτι ακούστηκε για συλλήψεις από την ΕΣΑ».
Τα είπε γρήγορα και κατρακύλησε από τις σκάλες της πολυκατοικίας. Μετά από δέκα λεπτά κι εγώ το ίδιο. Πού να πήγαινα άραγες; Τα σπίτια που είχα, για ώρα ανάγκης, βρέθηκαν κλειστά. Οι άνθρωποι λείπανε. Μπορεί και να κοιμόντουσαν βαθιά, όπως ολόκληρη η Ελλάδα. Τον ύπνο του δικαίου; Μα, και βέβαια. Οι φωνές για το λύκο που ερχότανε κρατούσανε τέσσερα χρόνια. Κάποτε θα κοιμηθείς.
Γύριζα στους δρόμους των Εξαρχείων, ύστερα απο το μαντάτο που έδωσα στον Φώκο και στον Χρόνη, ψάχνοντας να κουρνιάσω κάπου ως τα ξημερώματα, ώσπου να δούμε τι γίνεται. Η τελευταία εικόνα της νυχτερινής μου διαδρομής που κράτησα στη μνήμη, ήτανε του ξεκούμπωτου αστυνομικού που μόλις τον είχανε ειδοποιήσει και έτρεχε μισοκουμπωμένος για το Τμήμα. Κάπου στην οδό Μαυρομιχάλη. Αιφνιδιασμένος, φαίνεται, και του λόγου του.
Λίγο παρακάτω, στην Χαριλάου Τρικούπη, χτύπησα το κουδούνι γνωστού σπιτιού. Η πόρτα άνοιξε. Ο αγουροξυπνημένος φίλος με τράβηξε μέσα και μείναμε καθιστοί στο ντιβάνι με αναμμένο το τρανζίστορ και τ΄ αυτιά τεντωμένα. Ησυχία στα ερτζιανά. Νέκρα στα κομμένα τηλέφωνα. Το παγωμένο χέρι της Χούντας μας ακούμπαγε πια και νιώθαμε την κρυάδα στο σβέρκο μας.
Από τις πέντε το πρωί το ραδιόφωνο ουρλιάζει συνέχεια: « Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός». Λέει και για την κυβέρνηση που ανέστειλε το Σύνταγμα. Ποια κυβέρνηση; δεν λέει ονόματα. Περιμένουμε να χαράξει. Στις έξη ακούμε έξω θορύβους. Μισοκρυμμένος στην κουρτίνα κοιτάζω από το παράθυρο και τους βλέπω, κουστωδίες με πολιτικά να μπαίνουνε σε κάποια σημαδεμένα σπίτια. Τώρα είναι απέναντι στου Τάσου. «Θα ΄ρθουνε άραγες κι εδώ; Δεν φαίνεται πιθανό, αλλά πού ξέρεις», ετοιμάζομαι καλού-κακού, μας προσπερνάνε όμως. Ο σπιτονοικοκύρης τριγυρίζει σαν το λύκο στο κλουβί. Κατα τις οχτώμισι ξεπορτίζει. «Πάω, μου λέει, να μάθω τίποτα και θα γυρίσω να σου πω». Είναι έτοιμος να εκραγεί. Οργή και φόβος ανάκατα. Ένα επικίνδυνο κράμα. Όταν θα γυρίσει, μετά απο δύο ώρες, είναι να τον κλαίς. Έχει διαλυθεί ολότελα ο άνθρωπος. ‘Ακουσε και τις πιο τρελές φήμες και τις πίστεψε αμέσως.
«Σκοτώσανε τον Γλέζο, μου λέει μπαίνοντας, και πιάσανε όλη την ηγεσία του κόμματος. Είσαι ο μόνος που γλύτωσε. Καταλαβαίνεις τι ευθύνη έχω τώρα στην πλάτη μου». Τα λέει αυτά πηγαίνοντας πέρα-δώθε και ετοιμάζοντας στο μυαλό του το μεγάλο σχέδιο «της εκκένωσης», που δεν θ’ αργήσει να το βάλει μπροστά. Έχει ένα μικρό αυτοκίνητο, ένα σαραβαλάκι, για τη δουλειά του. Φορτώνει τη γυναίκα του και την πεθερά του και φεύγουνε. «Στο ψυγείο, μου λέει, έχει φαγητό. Εμείς λείπουμε. Το σπίτι είναι άδειο. Δεν ανοίγεις σε κανένα, δεν κουνιέσαι, δεν ακούγεσαι. ‘Αντε, πάω και θα τα ξαναπούμε».
Είναι Παρασκευή 21 Απριλίου, δωδεκάμιση το μεσημέρι, και μένω εκεί μέσα, χωρίς να μπορώ να βγώ και να ξαναμπώ. Καθώς νυχτώνει αρχίζει εκείνο το ατελείωτο πιστολίδι. Ένα όργιο τρομοκρατίας του κοσμάκη. Φοβούνται, παρόλο που απαγορέψανε την κυκλοφορία. Το Σάββατο μεσημεριάζει και ο φίλος δεν φαίνεται. Σκέφτομαι στα σοβαρά να ξεπορτίσω κι όπου με βγάλει η άκρη. Δεν έχω κλειδιά να ξαναμπώ. Κάποια πρώτα ραντεβού, που τα ‘χαμε κανονίσει από πρίν για την περίπτωση που θα τα κατάφερνε η Χούντα, είναι για τρείς μέρες μετά. Τη Δευτέρα, δηλαδή. Σκέφτομαι πως η φάτσα μου είναι πασίγνωστη. Και το σουλούπι μου καθόλου δεν διευκολύνει να περνάω απαρατήρητος. Θα περιμένω τουλάχιστον να σκοτεινιάσει.
Το απογευματάκι ο δικός μου καταφθάνει. Μου αναγγέλλει ότι τη Δευτέρα θα με μετακομίσει σε σπίτι δικό μας, όπου θα μείνω μόνιμα και σίγουρα. Μου αφήνει μια φρατζόλα και ξαναφεύγει σαν τον άνεμο. Θέλει το σπίτι του να είναι και να φαίνεται κλειστό. Ούτε φώτα ούτε ραδιόφωνο ούτε καζανάκι, τίποτε απολύτως. Έγκλειστος λοιπόν, ένα είδος όμηρος. Η μέρα προβλέπεται δύσκολη, πολύ δύσκολη.
Δικτατορία, Συνταγματάρχες, χούντα του ΄67.
Μνήμες τόσο μακρινές και τόσο κοντινές. Μόλις χθες. Και κόσμος που κυκλοφορεί στους δρόμους φορτωμένος τις οδυνηρές εμπειρίες του, που είναι ακόμα ζωντανές, αιμάσσουσες. Πολύ δύσκολο να γράψεις γι΄ αυτόν που χαιρέτησες στο δρόμο και ξέρεις πως κάτω από αυτό το ανοιχτόχρωμο πουκαμισάκι υπάρχουν ακόμα τα σημάδια του βασανισμένου κορμιού, κάποτε ανεξίτηλα ως το τέλος.
Λίγο πριν και λίγο μετά την 21η Απριλίου του Τίτου Πατρίκιου
Θα ήταν εφτά το πρωί όταν άκουσα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Έμενα τότε μόνος σ΄ένα μικρό ημιυπόγειο πίσω από τα Ανάκτορα, στην οδό Μελεάγρου 13. Η πόρτα του έβγαζε κατευθείαν στο δρόμο. Είχα γυρίσει πολύ αργά την προηγούμενη νύχτα και κοιμόμουν βαθιά. Πετάχτηκα απάνω, με την ιδέα πως ήρθαν να με πιάσουν. Δεν ήξερα πως είχε γίνει πραξικόπημα, αλλά η πρώτη μου αντίδραση ήταν αυτή γιατί σ ένα τέτοιο κλίμα ζούσα εκείνο τον καιρό, καθώς η κατάσταση μετά την Αποστασία, χειροτέρευε συνεχώς. Πρόσφατα είχαν γίνει συλλήψεις, είχαν πιάσει τον Νίκο Σολωμό και άλλους.
Ήμουν λοιπόν βέβαιος πως είχε έρθει η Ασφάλεια να με πιάσει, για κάποια υπόθεση που αγνοούσα, φυσικά στημένη. Πλησίασα στην πόρτα, όπου άκουσα μια γνώριμη, σιγανή φωνή: «’Ανοιξε, άνοιξε…» Μισάνοιξα και είδα τον φίλο μου Μίλτο Παναγιωτόπουλο, που το προηγούμενο βράδυ βρισκόμουν σπίτι του. Πίσω του, αγγίζοντας το στενό πεζοδρόμιο, ήταν σταματημένο ένα τανκ. «Ντύσου αμέσως να φύγουμε» μου είπε μόλις μπήκε μέσα. «Έγινε δικτατορία». Ένιωσα ένα τράνταγμα, αλλά δεν ξαφνιάστηκα. Ήταν σαν κάτι που το περίμενα και μαζί σαν κάτι που ήλπιζα πως δεν θα γινόταν ποτέ.
Μέσα στο γενικό πολιτικό κλίμα, τις παρενέργειες της Αποστασίας, τις επικείμενες εκλογές, το ενδεχόμενο της δικτατορίας ερχόταν συχνά στις συζητήσεις. Αυτά κουβεντιάζαμε όλο το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του Μίλτου Παναγιωτόπουλου που ήταν στην οδό Σπύρου Μερκούρη, αρκετά κοντά στο δικό μου. Είχε καλέσει κι άλλους φίλους, όπως τον ζωγράφο Πάρη Σαραφιανό- εκεί τον συνάντησα για τελευταία φορά. Εγώ είχα πάει με τη μητέρα μου. Η κουβέντα μας είχε συνεπάρει και φύγαμε περασμένες δυόμισι. Συνόδεψα τη μητέρα μου ως τη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου, την έβαλα σ΄ένα ταξί και κατηφόρισα για το σπίτι μου. Όλα ήσαν ήρεμα εκείνη την ώρα, μολονότι η νύχτα της Πέμπτης γινόταν πια ξημέρωμα της Παρασκευής, 21η Απριλίου 1967.
Πάντως η αντίληψη που κυριαρχούσε στην ΕΔΑ, αλλά και στην κεντροαριστερά της εποχής, ήταν πως δεν πρόκειται να γίνει δικτατορία, πως η πάλη του λαού θα αποτρέψει κάτι τέτοιο. Και αν, μιλώντας γι αυτή την απειλή ξεπερνούσες ένα κάποιο όριο, αυτό, μέσα στο χώρο της Αριστεράς τουλάχιστον, φαινότανε σαν έκφραση ηττοπάθειας. Ωστόσο, εγώ είχα την αίσθηση πως κάτι θα συμβεί. Στις αρχές εκείνης της εβδομάδας, τη Δευτέρα 17 Απριλίου, το θυμάμαι ακριβώς, είχε γίνει μια πολιτική εκδήλωση του Ομίλου Παπαναστασίου, όπου μίλησαν ο Αστέρης Στάγκος και ο Κώστας Σημίτης. Ήταν η πρώτη εμφάνιση εκείνου του Ομίλου-η Χούντα τον διέλυσε από τις πρώτες κιόλας μέρες της-αλλά είχε πολύ κόσμο. Σχεδόν όλοι εκεί ήσαν φίλοι, αν κι εγώ δεν ήμουν μέλος, από την ΕΔΑ με είχαν αποτρέψει να γίνω. Όμως, εκείνο το βράδυ αντί να πάω παρέα μαζί τους, γύρισα σπίτι μου και κατέστρεψα όσα χαρτιά θα μπορούσαν να χρησιμέψουν σε βάρος άλλων. Αν γινόταν κάποιο κακό δεν ήθελα να πάρω κάποιους στο λαιμό μου. Κι από την άλλη μεριά είχα την ελπίδα πως όλα θα πάνε καλά ή τουλάχιστον πως το κακό θα είναι γι΄ αργότερα.
Μ΄ αυτές και άλλες χιλιάδες σκέψεις, και πολύ περισσότερο με αγωνία, ντύθηκα όσο πιο γρήγορα γινότανε πήρα μόνο ταυτότητα και διαβατήριο, και φύγαμε με τον φίλο μου. Όλη η περιοχή, που λίγες ώρες πρίν ήταν γαλήνια, τώρα βρισκόταν μπλοκαρισμένη από τάνκς, τεθωρακισμένα, στρατιωτικά οχήματα. Στρατιώτες στον δρόμο ελέγχανε τους λιγοστούς που είχαν βγεί έξω. Μέσα από διαδοχικούς ελέγχους ξεγλιστρίσαμε και φτάσαμε σπίτι του, όπου ο φίλος μου με κράτησε. Με ρίσκο του προσωπικό, μόλις έμαθε για το πραξικόπημα ήρθε σ΄αυτή την πολύ δυσάρεστη μεριά που έτυχε να μένω, μόνο και μόνο για να με ειδοποιήσει. Μάλιστα για να περάσει τα μπλόκα είχε πάρει ένα μπουκάλι γάλα και έλεγε στους φαντάρους πως «το πάει στο παιδί».Όμως κι ένας άλλος φίλος προσπάθησε τότε να με ειδοποιήσει και να με πάρει μαζί του, ο Κωσταντίνος Τσουκαλάς. Καθώς είχε μάθει, χάρη σ΄ ένα τηλεφώνημα του Γιοχάννες Βάισερτ, αρκετά νωρίς για το πραξικόπημα, πήρε αμέσως το αυτοκίνητό του κι έτρεξε σ΄όλη την Αθήνα να ειδοποιήσει όσους ήξερε ότι κινδυνεύουν. ‘Ομως εμένα δεν με βρήκε επειδή είχε έρθει σπίτι μου λίγο πρίν επιστρέψω.
Δίπλα στο σπίτι που με φιλοξενούσαν χτιζόταν μια πολυκατοικία. Λογάριαζα λοιπόν πως αν τη Δευτέρα δεν ερχόταν κανείς οικοδόμος θα σήμαινε πως έχουμε απεργία, ίσως και γενική, πως η αντίσταση είχε αρχίσει. Το Σάββατο το τηλέφωνο του σπιτιού ήταν ακόμα κομμένο. Αγωνιούσα για το τι είχε συμβεί στους φίλους μου, στους ανθρώπους μας, σ’ εκείνους που κινδύνευαν. Όμως την Κυριακή απεκατέστησα, μέσω άλλων, μια πρώτη επαφή μ’ ένα-δύο φίλους. Όπως και να’ ναι, πρωί-πρωί τη Δευτέρα άκουσα το θόρυβο και τις φωνές των οικοδόμων που έπιαναν δουλειά. Αποφάσισα κι εγώ να πάω στο Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών όπου δούλευα, τα γραφεία του τότε ήσαν στην οδό Κουμπάρη, δίπλα στο Μουσείο Μπενάκη. Εκεί συνάντησα τον Κωσταντίνο Τσουκαλά, τον Γεράσιμο Νοταρά, τον Νικόλα Βουλέλη και άλλους φίλους και συνεργάτες. Φεύγοντας το μεσημέρι πέρασα απο την πλατεία Κολωνακίου που ήταν γεμάτη κόσμο. Διάφοροι γνωστοί με ρωτούσαν: «Πώς δεν σε πιάσανε;» Αυτό το ενδιαφέρον μού δημιούργησε ενοχές που ευτυχώς έφυγαν λίγες μέρες αργότερα, όταν η μητέρα μου, μού είπε ότι ο θυρωρός της πολυκατοικίας που έμενα ως πριν μερικούς μήνες την ειδοποίησε πως τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου είχε πάει εκεί η Αστυνομία για να με συλλάβει.
Το βράδυ εκείνης της Δευτέρας, 24 Απριλίου, συναντηθήκαμε στο σπίτι του Κωσταντίνου Τσουκαλά, ο Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος, ο Κώστας Σημίτης, ο Γεράσιμος Νοταράς, ο Βασίλης Φίλιας, ο Αιμίλιος Ζαχαρέας, φυσικά ο Τσουκαλάς, για να οργανώσουμε τις ενέργειές μας ενάντια στη δικτατορία. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.