Με ένα νέο πιο επιθετικό κύμα ακρίβειας βρίσκονται αντιμέτωποι οι Έλληνες καταναλωτές με απροσδιόριστες όμως συνέπειες τόσο για τη σωματική όσο και την ψυχική τους υγεία στο μέλλον.

Με ένα νέο πιο επιθετικό κύμα ακρίβειας βρίσκονται αντιμέτωποι οι Έλληνες καταναλωτές με απροσδιόριστες όμως συνέπειες τόσο για τη σωματική όσο και την ψυχική τους υγεία στο μέλλον.

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, η συρρίκνωση των εισοδημάτων και οι πληθωριστικές πιέσεις, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας και μεταφοράς, προκαλούν περαιτέρω ασφυξία και ωθούν τους καταναλωτές στην υιοθέτηση νέων αγοραστικών συνηθειών. Στο πλαίσιο αυτό, περιορίζουν τις δαπάνες τους, επιλέγουν λιγότερα και φθηνότερα προϊόντα, ενώ “παγώνουν” τις αγορές βασικών διατροφικών στοιχείων της μεσογειακής διατροφής.

Πανελλαδική έρευνα που πραγματοποίησε το διάστημα 20 μέχρι και τις 26 Μαΐου 2022 η Ierax Analytics σε 1.017 άτομα εξετάζει σε ποιο βαθμό η αύξηση των τιμών σε βασικά προϊόντα διατροφής που έχει παρατηρηθεί το τελευταίο εξάμηνο έχει επηρεάσει τις διατροφικές συνήθειες, αυξάνοντας την κατανάλωση πρόχειρου και φθηνού φαγητού. Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ιδρυτής της Ierax Analytix, Χάρης Λαλάτσης, “αρχικά, παρατηρούμε ότι η αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει τις διατροφικές συνήθειες των περισσότερων ερωτώμενων σε μεγάλο βαθμό (75%). Μάλιστα, φαίνεται ότι έχουν επηρεαστεί εντονότερα άτομα άνω των 50 ετών”.

Μεγαλώνει η κατανάλωση λιγότερο υγιεινών τροφών

Σύμφωνα με τον κ. Λαλάτση, η οικονομική κατάσταση που εκφράζει το νοικοκυριό των καταναλωτών παίζει σημαντικό ρόλο στις διατροφικές συνήθειες. Συγκεκριμένα, το 41% όσων είναι άνετα οικονομικά δεν έχει επηρεαστεί καθόλου από την αύξηση τιμών τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό για όσους δεν τα βγάζουν πέρα είναι 2%. Για την τελευταία κατηγορία, οι μισοί δήλωσαν πως έχουν επηρεαστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Σημαντικό, επίσης, είναι το γεγονός ότι 41% δηλώνουν πως καταναλώνουν λιγότερες υγιεινές τροφές σε σχέση με έξι μήνες πριν. Αυτό δείχνει μια μεγάλη απόκλιση από το υγιεινό και φρέσκο φαγητό (λαχανικά, φρούτα), σύμφωνα με τον κ. Λαλάτση. Αντίστοιχα, ποσοστό 16% αγοράζει περισσότερο πρόχειρο φαγητό (junk food) και άρα τρέφεται με περισσότερες κενές θερμίδες σε σχέση με παλαιότερα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι ποσοστό 66% των ερωτώμενων, το τελευταίο εξάμηνο αγοράζει λιγότερα τρόφιμα, λόγω της ακρίβειας και αυτή η αλλαγή φαίνεται κυρίως στις μεγαλύτερες ηλικίες άνω των 50 ετών όπου το ποσοστό είναι 75% τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό των νέων 18-30 ετών είναι 57%. Παράλληλα, η οικονομική κατάσταση φαίνεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην ποσότητα των τροφίμων που αγοράζει ένας καταναλωτής αφού το 93% όσων δεν τα βγάζουν πέρα οικονομικά πλέον ψωνίζει λιγότερα τρόφιμα. Οι ίδιοι, παρατηρείται ότι πλέον αγοράζουν λιγότερα φρέσκα τρόφιμα σε σχέση με όσους βρίσκονται σε μια πιο άνετη οικονομική κατάσταση.

Επιπλέον, το 67% των ερωτώμενων, σε σύγκριση με το προηγούμενο εξάμηνο, πλέον κοιτάζει περισσότερο την τιμή των τροφίμων ανεξαρτήτως ηλικίας. Βέβαια, όσο αυξάνεται η ηλικία φαίνεται ότι οι ερωτώμενοι το νιώθουν αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό. Ακόμη και όσοι είναι άνετα οικονομικά φαίνεται ότι πλέον κοιτούν περισσότερο τις τιμές σε σύγκριση με παλιότερα (75%). Βέβαια πιο έντονα φαίνεται ότι επηρέασε όσους δεν είναι οικονομικά άνετοι.

Στροφή σε πιο “επικίνδυνα” για την υγεία φαγητά

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι ποσοστό 32% των ερωτώμενων δήλωσε ότι πλέον ενδιαφέρεται λιγότερο για την ποιότητα των τροφίμων σε σχέση με έξι μήνες. Αυτό συνεπάγεται ότι το 1/3 απομακρύνεται από το κριτήριο της ποιότητας των τροφίμων και άρα στρέφεται σε πιο “επικίνδυνα” για την υγεία φαγητά.

Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λαλάτσης επισημαίνει ότι “τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, σχεδόν σε όλο τον κόσμο είχαμε το φαινόμενο του premiumization. Αυτό σήμαινε πως καθώς περισσότεροι καταναλωτές αποκτούσαν χρήματα, προτιμούσαν την ποιότητα έναντι της τιμής. ‘Αρα τα φθηνά προϊόντα έμπαιναν κάπως στο περιθώριο και τα ακριβά/ξεχωριστά/διαφορετικά ανέβαιναν στις επιλογές τους”. Ωστόσο, οι συνεχείς αυξήσεις σε ενέργεια, πληθωρισμό και υλικά μαζί με την πανδημία, μείωσαν έντονα και απότομα το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Οι περισσότεροι άλλαξαν τις καταναλωτικές τους συνήθειες και στράφηκαν προς το φθηνό φαγητό. Αυτό, όπως εξηγεί ο κ. Λαλάτσης, κρύβει μια μεγάλη παγίδα.

Συγκεκριμένα, στην Αμερική έχουν γίνει πολλές μελέτες οι οποίες υποστηρίζουν ότι η μεγάλη διαφορά στην τιμή μεταξύ των φρέσκων και υγιεινών τροφών (πχ ολικής άλεσης, βιολογικά, χωρίς συντηρητικά) και του πρόχειρου φαγητού (junk food με θερμίδες, ζάχαρη και λίπη) έχει προκαλέσει μια μεγάλη ανισορροπία στην κοινωνία, καθώς οι φτωχότεροι άνθρωποι αναγκαστικά στρέφονται σε τρόφιμα που δεν είναι υγιεινά και άρα αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας στο μέλλον.

“Όταν δύο μπέργκερς κοστίζουν το μισό από ότι μια σαλάτα με φρέσκα λαχανικά, τότε καταλαβαίνουμε ότι η επιλογή για όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα είναι αναγκαστική” σημειώνει χαρακτηριστικά και συμπληρώνει: “Πολλοί υποστηρίζουν πως οι παχύσαρκοι στην Αμερική δεν είναι οι πλούσιοι αλλά συνήθως αυτοί στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα”.

Η έρευνα της ierax analytix δείχνει τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια μιας τέτοιας στροφής, από το φρέσκο τρόφιμο στο πρόχειρο. “Αν και στην Ελλάδα τα λαχανικά και τα φρούτα είναι πιο προσβάσιμα, σχεδόν οι μισοί δηλώνουν πως αγοράζουν λιγότερες υγιεινές τροφές σε σχέση με έξι μήνες πριν. Πώς θα είναι η εικόνα άραγε σε ένα χρόνο αν συνεχίσουν ανοδικά οι τιμές;” αναφέρει.

Αντίστοιχα, τα 2/3 κοιτάνε περισσότερο την τιμή των τροφίμων και στρέφουν την προσοχή τους από την ετικέτα και τα συστατικά, κυρίως στο κόστος. Όμως έτσι αγνοούν τη χαμηλή διατροφική αξία των τροφών που επιλέγουν και καταλήγουν να καταναλώνουν κενές θερμίδες.

“Κρατάμε για τελευταία σημείωση πως 66% έχει μειώσει τα τρόφιμα που αγοράζει. Ίσως ένα ποσοστό να αγόραζε περισσότερα τρόφιμα, καθώς στην Ελλάδα είχαμε έντονο το φαινόμενο του food waste (πεταμένο φαγητό), όμως κάποιοι έχουν περιορίσει τα τρόφιμα τους και άρα δεν παίρνουν τις θερμίδες και τα θρεπτικά στοιχεία που χρειάζονται. Οι επιπτώσεις στο σύστημα υγείας θα φανούν τα επόμενα χρόνια δυστυχώς” τονίζει ο κ. Λαλάτσης.

ΠΗΓΗ: THETOC