Όπως έγινε γνωστό από την αστυνομία, το εν λόγω πίνακας χρονολογείται στο 1618 και εκτός αυτού, οι συλληφθέντες κατείχαν επίσης 3 προϊστορικά χάλκινα αντικείμενα, πιθανότατα κρητικής προέλευσης, μία μεταλλική σφραγίδα και αραβικό χειρόγραφο.
Ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς (Peter Paul Rubens, 28 Ιουνίου 1577 – 30 Μαΐου 1640) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Φλαμανδούς ζωγράφους, του οποίου το έργο εντάσσεται στην περίοδο του μπαρόκ.
Γεννήθηκε στο Ζίγκεν της Βεστφαλίας, γιος του προτεστάντη δικηγόρου Γιαν Ρούμπενς. Το 1587, δύο χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός Ρούμπενς μετακομίζει με τη μητέρα του στην Αμβέρσα (Antwerpen) όπου βαφτίζεται καθολικός και ξεκινά σπουδές ζωγραφικής που διαρκούν από το 1589 μέχρι το 1598, στο πλευρό επιφανών ζωγράφων της εποχής,
Το 1600, υπό τις προτροπές και των δασκάλων του, επισκέπτεται την Ιταλία και έρχεται σε επαφή με την τεχνοτροπία της ιταλικής αναγεννησιακής τέχνης. Το 1605 επέστρεψε στη Ρώμη, όπου και συνάντησε τον ζωγράφο Ελσχάιμερ ο οποίος του δίδαξε την τέχνη της χαλκογραφίας. Το 1608, μετά τον θάνατο της μητέρας του, επέστρεψε στην Αμβέρσα και έγινε ο ευνοούμενος καλλιτέχνης του Ισπανού κυβερνήτη των Κάτω Χωρών, εύνοια την οποία διατήρησε μέχρι τον θάνατό του.
Οι πίνακές του χαρακτηρίζονται κυρίως από θέματα θρησκευτικού περιεχομένου ή εμπνευσμένα από τη μυθολογία. Ανάμεσα στις σημαντικότερες δημιουργίες του περιλαμβάνονται η Μάχη του Ανγκιάρι, οι Τρεις Χάριτες, το Προσκύνημα των Μάγων καθώς και η εικονογράφηση της οροφής της αίθουσας συμποσίων στο μέγαρο Γουάϊτχολ, παραγγελία του Καρόλου Α’ (1635).
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε στον Πύργο του Στέεν, όπου και ζωγράφισε (παρά την ασθένειά του) μια σειρά από υπέροχα τοπία και σκηνές από την αγροτική ζωή.
Πέθανε το 1640, σε ηλικία 63 ετών, από καρδιακή προσβολή.
Το σπίτι στην Αμβέρσα όπου έζησε τα τελευταία του χρόνια λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.
Πηγή: Έθνος.gr