Σπορ αυτοκίνητα, σπίτια διάσπαρτα στο Μονακό, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη ή κάθε γωνιά του πλανήτη. Μία θαλαμηγός με πισίνα και προσωπικό. Ταξίδια στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου και ζωή βγαλμένη από τα παραμύθια. Κάπως έτσι θα ονειρευόταν ίσως να ζήσει ένας κοινός θνητός πολυτελή ζωή, που να συμβαδίζει με τα τηλεοπτικά, αλλά και ονειρικά του πρότυπα.
Βέβαια, τα πράγματα βέβαια στην Ελλάδα απέχουν για κάποιους πολύ από τέτοια όνειρα. Πέρα από την ανεργία που αυξήθηκε ραγδαία στα χρόνια της κρίσης, οι μισθοί επίσης συρρικνώθηκαν πολύ. Αρκετοί ήταν εκείνοι που τόλμησαν να κάνουν το άλμα για χώρες του εξωτερικού, αφήνοντας πίσω τους αγαπημένα πρόσωπα, συνήθειες, μια δουλειά ίσως, κουβαλώντας τη νοσταλγία για όλα όσα αφήνουν πίσω τους.
Με μισθό σχεδόν 4.000 ευρώ
Ο Χρήστος είναι μια τέτοια περίπτωση. Εργαζόταν ως οδηγός στην ΕΘΕΛ έως και το Νοέμβριο του 2013. Οι μεγάλες μειώσεις που έγιναν στους μισθούς τον εργαζομένων δεν τον άφησε ανεπηρέαστο. Έτσι, αποφασίζει να μαζέψει σε μια βαλίτσα τα πράγματα του και να ξενιτευτεί για την Αυστραλία. Σήμερα, οδηγός λεωφορείου σε ιδιωτική εταιρεία παίρνει μισθό από 900 έως και 1.300 ευρώ την εβδομάδα, – σχεδόν 4000 ευρώ το μήνα ή και παραπάνω -, αλλάζοντας ριζικά τον τρόπο και την ποιότητα ζωής του.
“Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αυστραλία, γεγονός που έκανε λίγο πιο εύκολη την προσαρμογή μου εδώ. Στα 10 μου έφυγα μαζί με την οικογένειά μου, επιστρέφοντας στην πατρίδα. Τελείωσα μηχανικός αυτοκινήτων, ολοκλήρωσα στο στρατιωτικό μου και καθώς δεν έβρισκα εύκολα δουλειά, ασχολήθηκα αρχικά με τα τουριστικά επαγγέλματα”, λέει ο Χρήστος Γαζής, μιλώντας στο news.gr.
“Από το 2004 έως τέλος του 2013 δούλευα στην ΕΘΕΛ, σημερινό ΟΣΥ. Ξαφνικά όμως, είδα το μισθο να πέφτει σχεδόν στο ήμισι μετά από 8 χρόνια προϋπηρεσίας με απολαβές 850 και 900 ευρώ και πήρα την απόφαση να φύγω οριστικά. Βλέποντας τα πράγματα να δυσκολεύουν, αποφάσισα να ψαχτώ στην Αυστραλία και ζήτησα άδεια άνευ αποδοχών για να μπορέσω να φύγω για λίγες μέρες”, περιγράφει.
Μία άδεια όμως που οι προϊστάμενοί του δεν του έδωσαν ποτέ. Έτσι, πήρε την απόφαση να παραιτηθεί και να φύγει εντελώς από την εταιρεία.
Οι Έλληνες στην Αυστραλία δεν βοηθούν τους Έλληνες
Αρχικά αναζήτησε την τύχη του σε αρκετές άλλες δουλειές εκεί, αλλά καμία από τις προσπάθειές του δεν είχε αποτέλεσμα. “Δεν είναι μυστικό να σας πω ότι οι Έλληνες της Αυστραλίας δεν βοηθούν τους υπόλοιπους Έλληνες που πηγαίνουν εκεί. Δυστυχώς υπάρχει μεγάλη εκμετάλλευση. Αρκεί να σας πω ότι εγώ ήμουν αρκετά τυχερός λόγω της αυστραλιανής μου υπηκοότητας. Απ’ την άλλη υπάρχουν και αρκετοί Έλληνες, οι οποίοι έρχονται εδώ, μένουν για ένα χρονικό διάστημα χωρίς δουλειά και αναγκάζονται να γυρίσουν κάποια στιγμή πίσω”.
Η Αυστραλία εφαρμόζει ιδιαίτερα αυστηρή μεταναστευτική πολιτική. Η φοιτητική βίζα που μπορεί να εκδώσει κάποιος έχει μέγιστη ισχύ δύο χρόνια για κάποιον, ο οποίος δεν εργάζεται.
“Εγώ είχα την υπηκοότητα, αλλά και συγγενείς εδώ. Άλλωστε οι γονείς μου είναι μετανάστες του ’60, ενώ και αρκετοί ακόμα συμπατριώτες μου από τη Λευκάδα είχαν αναζητήσει την τύχη τους εδώ, οπότε η επιλογή μου ήταν μονόδρομος”.
Ο Χρήστος δουλεύει σε εταιρεία αυστραλιανών συμφερόντων. Όπως λέει, ο μισθός είναι ο ουσιαστικός λόγος που τον ανάγκασε να επιστρέψει στην εκεί. “Χρειάζεται υπομονή και τρέξιμο. Παρόλ’ αυτά όταν κλείνει ο μήνας το αποτέλεσμα είναι πολύ ικανοποιητικό.Ο μισθός ξεκινάει από 900 έως και 1000 ευρώ την εβδομάδα, καθαρά, και μαζί με τις υπερωρίες μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 1200 με 1300 ευρώ. Δουλεύω οκτάωρο με μία επιπλέον ώρα διάλλειμα, την οποία μπορώ να τη χρησιμοποιήσω όποτε θελήσω”.
“Δεν έχω μεγάλο διάστημα που μένω εδώ για να προλάβω να νοσταλγήσω. Παρόλ’ αυτά η διαφορά νοοτροπίας και τρόπου ζωής είναι τεράστια. Ο Έλληνας έχει συνηθίσει διαφορετικά. Ο καιρός, η κουλτούρα του να βγεις έξω και να έχει κίνηση, η νυχτερινή ζωή της Ελλάδας. Στην Αυστραλία από κάποια ώρα και μετά ερημώνουν τα πάντα και αναγκάζεσαι να ζεις μόνο για να δουλεύεις”.
Συγκρίνοντας τη συμπεριφορά των Ελλήνων προς τον οδηγό λεωφορείου και αντίστοιχα εκείνη των Αυστραλών, θυμάται ότι όλοι στην Ελλάδα τον αντιμετώπιζαν “σαν δημόσιο υπάλληλο που το μόνο που κάνει είναι να πίνει καφέ. Οι Έλληνες δεν έχαναν ευκαιρία να με προσβάλλουν διαρκώς, ενώ είχε τύχει και να μου επιτεθούν για να με χτυπήσουν μόνο και μόνο επειδή καθυστέρησε να περάσει το δρομολόγιο, είτε λόγω βλάβης, είτε λόγω κίνησης”.
Εκεί οι επιβάτες κατά την είσοδό τους στο λεωφορείο καλημερίζουν και χαμογελούν. Όταν πάλι φεύγουν εύχονται στον οδηγό να έχει μια όμορφη μέρα και καλή συνέχεια στη δουλειά του, όπως λέει. Περιγράφει στην πραγματικότητα την ιδεατή οργάνωση των συγκοινωνιών μιας χώρας, όπου τα δρομολόγια φτάνουν στη στάση με συνέπεια, κάθε δέκα λεπτά, και η τεχνική εξυπηρέτηση σε περίπτωση βλάβης είναι άμεση. “Χαρακτηριστικό είναι ότι αν χρειαστεί έρχεται αμέσως άλλο λεωφορείο και αντικαθιστά αυτό οπυ παρουσίασε βλάβη για να μην καθυστερήσουν οι επιβάτες να πάνε στον προορισμό τους”.
Ο σαραντάχρονος Λευκαδίτης έφυγε, γιατί ήθελε κάποια στιγμή να δημιουργήσει οικογένεια. Κάποιοι όμως του στερούσαν με τον τρόπο τους το δικαίωμα στην Ελλάδα. Να βγάλει περισσότερα χρήματα και να μπορέσει να εκπληρώσει τα όνειρά του. Πηγαίνοντας στην αυστραλιανή κοινοπολιτεία, ήθελε να ξεκινήσει να χτίζει και πάλι τη ζωή του, κρατώντας κάποια χρήματα που θα του επιτρέψουν να κάνει κάτι παραπάνω από αυτά που μπορούσε, μέχρι να αποφασίσει να ξενιτευτεί. Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο τον ρωτήσαμε: ‘Που θα προτιμούσες να μεγαλώσουν τα παιδιά σου; Στην Ελλάδα ή στην Αυστραλία;”.
Η απάντησή του ήταν άμεση και αφοπλιστική: “Απο πλευράς οργάνωσης και αξιοκρατίας θα ήθελα να μεγαλώσουν στην Αυστραλία, από πλευράς ζωής όμως, στην Ελλάδα…”.